ἀεκούσιος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεκούσιος Medium diacritics: ἀεκούσιος Low diacritics: αεκούσιος Capitals: ΑΕΚΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: aekoúsios Transliteration B: aekousios Transliteration C: aekoysios Beta Code: a)ekou/sios

English (LSJ)

ἀεκούσιον (also α, ον Luc.Syr.D.18), Ion. and Ep. (also in anap., S. Tr.1263); Att. contr. ἀκούσιος [ᾱ], ον, also in Democr. 240:—
A against the will, constrained, of acts or their consequences, καὶ τῷ οὔ κως ἀεκ. ἐγίνετο τὸ ποιεύμενον Hdt.2.162; τλήσομαι . . ἀεκούσια πολλὰ βίαια Thgn.1343; ἐς ἀ. ἀνάγκας πίπτειν Th.3.82; πόνοι Democr. l.c.; often in Att. of involuntary offences, ἀκούσιος φόνος Antipho 3.2.6; πράκτορες τῶν ἀκουσίων ib., cf. Pl.Lg.733d, 864a, Arist.EN1109b35, al.; τὰ μὲν ἀ. ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ IG1.1. Adv. ἀκουσίως D.21.43, Sever. ap. Eus.PE13.17.
II of persons, only in Adv. ἀκουσίως involuntarily, Th.2.8, Pl.Ti.62c; ἀκουσίως ἀποθανεῖν, opp. ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Antipho 1.5; ἀκουσίως τινὶ ἀφῖχθαι = to have come as an unwelcome guest, Th.3.31.

Spanish (DGE)

ἀκούσιος, -ον
• Alolema(s): jón. ἀεκούσιος; át. hακόσια IG 13.6B.5 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [-ος, -η, -ον Luc.Syr.D.18]
I 1de algo que se recibe no deseado, forzoso, contra la voluntad τλήσομαι ... ἀ. πολλὰ βίαια Thgn.1343, πόνοι Democr.B 240, τῷ οὔ κως ἀεκούσιον ἐγίγνετο τὸ ποιεύμενον Hdt.2.162, ἀνάγκαι Th.3.82, ἔργον S.Tr.1263, συμφορά Antipho 2.3.1, τὰ δὲ βίᾳ καὶ ἀπάτῃ ἀκούσια Arist.Rh.1377b5, ἦν Μακεδόσιν οὐκ ἀ. ἡ μεταβολή Plu.Demetr.37
como subst. τὸ ἀκούσιον = lo que no se desea, lo no deseado Pl.Lg.733d.
2 de algo que se hace involuntario, impremeditado τρῶμα Hp.Liqu.6, φόνος Pl.Lg.867a, Antipho 3.2.6, βλάβαι Pl.Lg.861c, ἁμάρτημα Antipho 5.92, Plb.5.10.7
como subst. τὸ ἀκούσιον = acción realizada involuntariamente ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Th.3.40, Arist.EN 1110a1, op. τὰ hεκόσια ‘faltas cometidas intencionadamenteIG l.c.
3 subst. de pers. que no desea δεσπόζειν ἀκουσίων mandar sobre quienes no quieren ser sometidos Plb.5.11.6.
II adv. ἀκουσίως
1 contra la voluntad, forzadamente, a disgusto οὐδενὶ ἀκουσίως ἀφῖχθαι que no venía a disgusto de nadie e.d. todos lo recibían bien Th.3.31, μένουσ' ἀκουσίως E.Tr.1011, ἀ. ἠράμην δόρυ E.Ph.433, νεότης οὐκ ἀ. ... ἥπτετο πολέμου Th.2.8, cf. E.El.670.
2 involuntariamente παραρρεῖν (δάκρυον) Hp.Epid.4.46, ἀποκτεῖναι Antipho 3.2.9, τινὸς φονέα γενέσθαι Pl.R.451a, ἀποθανεῖν Antipho 1.5, πράττειν Arist.EN 1111a2, 3, Plb.24.12.3, ὃς ἂν πατάξῃ τὸν πλησίον αὐτοῦ ἀ. LXX De.19.4, cf. Si.25.18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poét. c. ἀκούσιος;
qui s'est fait ou se fait contre le gré de, d'où
1 involontaire ; ἀκούσιός τινι PLUT contre le gré de qqn;
2 qui contraint : ἀκούσιοι ἀνάγκαι THC nécessités inévitables.
Étymologie: , ἑκούσιος, ἀέκων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεκούσιος poët. en Ion. voor ἀκούσιος.

German (Pape)

ion. für ἀκούσιος, Her. 2.162; auch Soph. Tr. 1253; ἀεκουσίη Luc. Dea Syr. 18.

Russian (Dvoretsky)

ἀεκούσιος: и 3 Her., Soph., Thuc., Plat., Arst., Luc. = ἄκων II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεκούσιος: -ον, καὶ α, ον, Λουκ. π. Συρ. Θ. 18. Ἀττ. συνῃρ. ἀκούσιος, ον, [ᾱ], ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρετος τύπος κεῖται ἐν ἀναπαίστῳ παρὰ Σοφοκλεῖ Τρ. 1263. Ὁ ἐναντίον τῆς θελήσεως, ὁ παρὰ τὴν θέλησιν, βεβιασμένος, ἠναγκασμένος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν· τοῦτο... οὐκ ἀεκ. αὐτῷ ἐγένετο, Ἡροδ. 2. 162, τλήσομαι... ἀεκούσια πολλά, Θέογν. 1343· θράσος ἀκούσιον (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Canter ἑκούσιον, ἀλλὰ κάλλιον ὁ Ahrens: ἐκ θυσιῶν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 803· ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν, Θουκ. 3. 82: ― συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀκουσίων πλημμελημάτων: ἀκ. φόνος, Ἀντιφῶν 121. 36· ἀκουσίων πράκτορες, αὐτόθι 39, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 733D, 864Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3., 1· τὰ μὲν ἀκούσια [βλάβῃ] ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 71 b. ΙΙ. ὡς τὸ ἀέκων, ἐπὶ προσώπων· ἀλλὰ μόνον ἐν ἐπιρρήμασιν· ἀκουσίως = οὐχὶ θεληματικῶς, Θουκ. 2. 8. Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀκ. ἀποθανεῖν, ἀντίθετον τῷ ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Ἀντιφῶν 112. 10· ἀκουσίως τινὶ ἀφῖχθαι, τὸ νὰ μεταβῇ τις εἴς τινα οὐχὶ ὡς εὐπρόσδεκτος ξένος, Θουκ. 3. 31. (Madvig ἀκουσίῳ).

Greek Monotonic

ἀεκούσιος: -ον και -α, -ον, Αττ. συνηρ. ἀκούσιος [ᾱ], -ον·
I. αυτός που συμβαίνει παρά τη θέληση κάποιου, ακούσιος, αθέλητος, λέγεται για ενέργειες, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. επίσης λέγεται για πρόσωπα, μόνο ως επίρρ.· ἀκουσίως, αθέλητα, παρά τη θέληση, σε Θουκ.

Middle Liddell

I. against one's will, involuntary, of acts, Hdt., etc.
II. of persons, only in adv. ἀκουσίως, involuntarily, Thuc.

Lexicon Thucydideum

non voluntarius, involuntary, 3.40.1, 3.64.5, 3.82.2, 4.98.6,
invitus, unwilling, 6.8.4, [vulgo commonly ἀκούσας]