ἀνάστατος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0208.png Seite 208]] aufgestanden, bes. aus seinem Wohnsitz versetzt od. verjagt, Her. 1, 79. 97. 7, 118 u. sonst; vgl. Soph. O. C. 430 Trach. 39; von Städten u. Ländern, entvölkert, zerstört, verwüstet, ἀναστάτους μὲνπόλεις, ἀνάστατα δὲ ἔθνη Plat. Legg. III, 697 d; neben [[ἄπολις]] Plut. Timol. 1; vgl. Soph. Tr. 239 Ant. 690; ἀνάστατον ποιεῖν Her. 1, 155; Τροίαν ἀν. ἐποίησαν Plat. Legg. III, 682 d, sie zerstörten Troja und vertrieben die Einwohner; βαρβάρους Isocr. 4, 37; ἀνάστατον γίγνεσθαι, von Städten, Her. 1, 178; Isocr. 4, 98; [[οἶκος]] 3, 55; Antiph. 5, 79 u. sonst oft. – Bei Her. 1, 177 unterthänig, = [[ὑποχείριος]]. – Im Aufruhr, Aufstand begriffen, πάντα ἀνάστατα γέγονεν, alles gerieth in Aufruhr, Plat. Soph. 252 a; Plut. vrbdt es mit dem gen., [[συμπόσιον]] χαρίτων ἀνάστατον γενόμενον, leer, entblößt von, Symp. 1, 1, 2. – Als subst. ὁ [[ἀνάστατος]], eine Art Backwerk bei den Athenern, etwa ein Auflauf, Valck. Adon. p. 398 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0208.png Seite 208]] aufgestanden, bes. aus seinem Wohnsitz versetzt od. verjagt, Her. 1, 79. 97. 7, 118 u. sonst; vgl. Soph. O. C. 430 Trach. 39; von Städten u. Ländern, entvölkert, zerstört, verwüstet, ἀναστάτους μὲνπόλεις, ἀνάστατα δὲ ἔθνη Plat. Legg. III, 697 d; neben [[ἄπολις]] Plut. Timol. 1; vgl. Soph. Tr. 239 Ant. 690; ἀνάστατον ποιεῖν Her. 1, 155; Τροίαν ἀν. ἐποίησαν Plat. Legg. III, 682 d, sie zerstörten Troja und vertrieben die Einwohner; βαρβάρους Isocr. 4, 37; ἀνάστατον γίγνεσθαι, von Städten, Her. 1, 178; Isocr. 4, 98; [[οἶκος]] 3, 55; Antiph. 5, 79 u. sonst oft. – Bei Her. 1, 177 unterthänig, = [[ὑποχείριος]]. – Im Aufruhr, Aufstand begriffen, πάντα ἀνάστατα γέγονεν, alles gerieth in Aufruhr, Plat. Soph. 252 a; Plut. vrbdt es mit dem gen., [[συμπόσιον]] χαρίτων ἀνάστατον γενόμενον, leer, entblößt von, Symp. 1, 1, 2. – Als subst. ὁ [[ἀνάστατος]], eine Art Backwerk bei den Athenern, etwa ein Auflauf, Valck. Adon. p. 398 b.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> chassé de sa maison <i>ou</i> de son pays : ἀνάστατον ποιεῖν τινα HDT obliger qqn à quitter son pays;<br /><b>2</b> ruiné de fond en comble ; dépeuplé, dévasté ; privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />sorte de gâteau léger, <i>litt.</i> « bien levé » (~ soufflé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάστᾰτος''': -ον, (ἀνίσταμαι) ὁ ἀναγκασθεὶς νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἀπέλθῃ, ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς οἰκίας καὶ τῆς πατρίδος του, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε Ἡρόδ. 1. 76, ― ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐγίνοντο 7. 118, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 22, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 429, Τρ. 39· πρβλ. [[ἀνασπαστός]]. 2) ἐπὶ [[πόλεων]] σημαίνει κατεστραμμένη, ἠρημωμένη, Ἡρόδ. 1. 155, 178, Ἀνδοκ. 14. 35, κτλ.· ἀν. δορὶ [[χώρα]] Σοφ. Τρ. 240, δόμους τιθέναι ἀν. ὁ αὐτ. Ἀντ. 673· ἀν. ποιεῖν τὰ χωρία Θουκ. 8. 24. 3) μετὰ γεν., ἀποδιωχθεὶς ἀπό τινος, ἀποστερηθείς τινος, Πλούτ. 2. 613D. ΙΙ. ὁ περιπεπλεγμένος εἰς ἐπανάστασιν ἢ στάσιν, Πλάτ. Σοφ. 252Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀνάστατος]], ὁ, [[εἶδος]] ἐλαφροῦ, σπογγώδους πλακοῦντος ἐν Ἀθήναις, Ἀθήν. 114Α, πρβλ. Βαλκ. Ἄδωνιν 398Β.
|lstext='''ἀνάστᾰτος''': -ον, (ἀνίσταμαι) ὁ ἀναγκασθεὶς νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἀπέλθῃ, ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς οἰκίας καὶ τῆς πατρίδος του, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε Ἡρόδ. 1. 76, ― ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐγίνοντο 7. 118, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 22, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 429, Τρ. 39· πρβλ. [[ἀνασπαστός]]. 2) ἐπὶ [[πόλεων]] σημαίνει κατεστραμμένη, ἠρημωμένη, Ἡρόδ. 1. 155, 178, Ἀνδοκ. 14. 35, κτλ.· ἀν. δορὶ [[χώρα]] Σοφ. Τρ. 240, δόμους τιθέναι ἀν. ὁ αὐτ. Ἀντ. 673· ἀν. ποιεῖν τὰ χωρία Θουκ. 8. 24. 3) μετὰ γεν., ἀποδιωχθεὶς ἀπό τινος, ἀποστερηθείς τινος, Πλούτ. 2. 613D. ΙΙ. ὁ περιπεπλεγμένος εἰς ἐπανάστασιν ἢ στάσιν, Πλάτ. Σοφ. 252Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀνάστατος]], ὁ, [[εἶδος]] ἐλαφροῦ, σπογγώδους πλακοῦντος ἐν Ἀθήναις, Ἀθήν. 114Α, πρβλ. Βαλκ. Ἄδωνιν 398Β.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> chassé de sa maison <i>ou</i> de son pays : ἀνάστατον ποιεῖν τινα HDT obliger qqn à quitter son pays;<br /><b>2</b> ruiné de fond en comble ; dépeuplé, dévasté ; privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />sorte de gâteau léger, <i>litt.</i> « bien levé » (~ soufflé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml