ἀνόνητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] nichts nützend, unnütz. σώματα, ἔπη, Soph. Ai. 745. 1251; ἀνόνητα πονεῖν, umsonst arbeiten, Plat. Rep. VI, 486 c VII, 331 d; vgl. Eur. Hec. 756. – Oft bei Sp., wie D. Hal. Bei Dem. 19, 315 ἀγαθῶν, keinen Nutzen davon habend; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] nichts nützend, unnütz. σώματα, ἔπη, Soph. Ai. 745. 1251; ἀνόνητα πονεῖν, umsonst arbeiten, Plat. Rep. VI, 486 c VII, 331 d; vgl. Eur. Hec. 756. – Oft bei Sp., wie D. Hal. Bei Dem. 19, 315 ἀγαθῶν, keinen Nutzen davon habend; Plut.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inutile ; <i>pl. neutre adv.</i> • ἀνόνητα sans en jouir ; en vain;<br /><b>2</b> qui ne tire pas profit de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὀνέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνόνητος''': Δωρ. ᾱτος, ον, [[ἀνωφελής]], περισσὰ κἀνόνητα σώματα Σοφ. Αἴ. 758˙ ὦ πολλὰ λέξας ἄρτι κἀνόνητ’ ἔπη [[αὐτόθι]] 1272˙ [[ἀνόνητος]] [[γάμος]] Εὐρ. Ὀρ. 1502, πρβλ. Ἑλλ. 886˙ πάντα [[ταῦτα]] ἄχρηστ’, ἄπρακτ’, ἀνόνητα ὑπὸ τῶν πωλούντων γίγνεται Δημ. 121. 16, Πλούτ.· ἀν. ἐστί τί τινι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 7, πρβλ. Πολ. 7. 16, 3: ― τὸ οὐδ. πληθ. ἀνόνητα [[εἶναι]] συχνὸν παρ’ Εὐρ. ὡς ἐπίρρ., = ματαίως, ὡς π.χ. ἐν Ἑκ. 766, Ἀλκ. 413. κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ. Πολ. 486C. ΙΙ. ἐνεργ. μ. γεν., ἀν. τῶν ἀγαθῶν, μὴ ὠφελούμενος ἐκ τῶν ἀγαθῶν, Δημ. 275. 5., 442. 26. ― Ἐπίρρ. [[ἀνονήτως]] Γ. Τορνίκ. ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 411. 21, ἔκδ. Λ.
|lstext='''ἀνόνητος''': Δωρ. ᾱτος, ον, [[ἀνωφελής]], περισσὰ κἀνόνητα σώματα Σοφ. Αἴ. 758˙ ὦ πολλὰ λέξας ἄρτι κἀνόνητ’ ἔπη [[αὐτόθι]] 1272˙ [[ἀνόνητος]] [[γάμος]] Εὐρ. Ὀρ. 1502, πρβλ. Ἑλλ. 886˙ πάντα [[ταῦτα]] ἄχρηστ’, ἄπρακτ’, ἀνόνητα ὑπὸ τῶν πωλούντων γίγνεται Δημ. 121. 16, Πλούτ.· ἀν. ἐστί τί τινι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 7, πρβλ. Πολ. 7. 16, 3: ― τὸ οὐδ. πληθ. ἀνόνητα [[εἶναι]] συχνὸν παρ’ Εὐρ. ὡς ἐπίρρ., = ματαίως, ὡς π.χ. ἐν Ἑκ. 766, Ἀλκ. 413. κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ. Πολ. 486C. ΙΙ. ἐνεργ. μ. γεν., ἀν. τῶν ἀγαθῶν, μὴ ὠφελούμενος ἐκ τῶν ἀγαθῶν, Δημ. 275. 5., 442. 26. ― Ἐπίρρ. [[ἀνονήτως]] Γ. Τορνίκ. ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 411. 21, ἔκδ. Λ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inutile ; <i>pl. neutre adv.</i> • ἀνόνητα sans en jouir ; en vain;<br /><b>2</b> qui ne tire pas profit de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὀνέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml