3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent : τινος, τινι de qch ; τὸ [[διάφορον]] la différence ; τὰ διάφορα les différences ; <i>en b. part</i> qui se distingue, supérieur, remarquable ; avantageux, utile ; τὰ διάφορα THC les intérêts;<br /><b>2</b> qui diffère d'avis, de sentiment ; qui est en désaccord : τινι avec qqn ; <i>subst.</i> τὸ [[διάφορον]] différend, contestation.<br />'''Étymologie:''' [[διαφέρω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent : τινος, τινι de qch ; τὸ [[διάφορον]] la différence ; τὰ διάφορα les différences ; <i>en b. part</i> qui se distingue, supérieur, remarquable ; avantageux, utile ; τὰ διάφορα THC les intérêts;<br /><b>2</b> qui diffère d'avis, de sentiment ; qui est en désaccord : τινι avec qqn ; <i>subst.</i> τὸ [[διάφορον]] différend, contestation.<br />'''Étymologie:''' [[διαφέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάφορος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[различный]], [[отличный]], [[несходный]] (τινος Plat. и τινι Eur.; διάφοροι ἀλλήλοις Arst.): δ. τινι и [[κατά]] τι Arst. различный в чем-л., отличающийся чем-л.; δ. πρὸς ἑαυτόν Plut. непостоянный, изменчивый;<br /><b class="num">2)</b> [[отличный]], [[превосходный]] (χαλκώματα Arst.; [[παιδεία]] Plut.): δ. τινι Diod., Plut. и πρός τι Plut. замечательный чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[важный]], [[полезный]] (πρός τι Plat.): τῷ δὲ [[διάφορον]] τι ἐδόκει εἶναι [[τοῦτο]] τὸ [[χωρίον]] ἑτέρου [[μᾶλλον]] Thuc. это место показалось ему как-то удобнее, чем какое-л. иное;<br /><b class="num">4)</b> [[враждующий]], [[враждебный]] (τινι Her., Lys., Xen., Plat. и τινος Isae., Dem.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[противник]], [[враг]] Eur., Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάφορος:''' -ον ([[διαφέρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], [[αντίθετος]] με, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε [[διάσταση]] ή [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ευρ.· με εχθρική [[σημασία]], σε [[διαφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με γεν., <i>δ. τινος</i>, [[αντίπαλος]] κάποιου, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, [[εξαίρετος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που σηματοδοτεί τη [[διαφορά]], [[σύμφορος]], [[κερδοφόρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[διάφορον]], <i>τό:</i><br /><b class="num">1.</b> [[διαφορά]], σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ενδιαφέρει κάποιον, ένα [[ζήτημα]] σημαντικό, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαφορά]], [[διαφωνία]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[σχέση]] με οικονομικά ζητήματα, [[ισοζύγιο]] κάποιου, δαπάνες, [[υπόλοιπο]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. [[διαφόρως]], [[ποικιλοτρόπως]], ανόμοια, σε Θουκ.· <i>δ. ἔχειν διαφέρει</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> εξαίσια, [[εξαίρετα]], σε Δημ. | |lsmtext='''διάφορος:''' -ον ([[διαφέρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], [[αντίθετος]] με, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε [[διάσταση]] ή [[διαφωνία]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Ευρ.· με εχθρική [[σημασία]], σε [[διαφωνία]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με γεν., <i>δ. τινος</i>, [[αντίπαλος]] κάποιου, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, [[εξαίρετος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που σηματοδοτεί τη [[διαφορά]], [[σύμφορος]], [[κερδοφόρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[διάφορον]], <i>τό:</i><br /><b class="num">1.</b> [[διαφορά]], σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που ενδιαφέρει κάποιον, ένα [[ζήτημα]] σημαντικό, σε Θουκ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαφορά]], [[διαφωνία]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[σχέση]] με οικονομικά ζητήματα, [[ισοζύγιο]] κάποιου, δαπάνες, [[υπόλοιπο]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. [[διαφόρως]], [[ποικιλοτρόπως]], ανόμοια, σε Θουκ.· <i>δ. ἔχειν διαφέρει</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> εξαίσια, [[εξαίρετα]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |