3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> δαΐξω, <i>ao.</i> ἐδάϊξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass.</i> δαΐζομαι, <i>impf.</i> ἐδαϊζόμην, <i>f. inus., ao.</i> ἐδαΐχθην, <i>pf.</i> [[δεδάϊγμαι]];<br /><b>1</b> diviser, séparer, couper (qch pour faire des parts) ; <i>fig.</i> ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ [[στήθεσσιν]] IL leur cœur était partagé (<i>càd</i> en doute) dans leur poitrine ; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]] IL partagé dans son cœur entre deux opinions;<br /><b>2</b> <i>d'ord. avec idée de violence</i> déchirer avec le tranchant d'une arme ; <i>p. ext.</i> déchirer, arracher : χερσὶ κόμην IL s'arracher les cheveux de ses mains ; δεδαϊγμένος [[ἦτορ]] IL qui a le cœur déchiré (par une arme) ; <i>fig.</i> δεδαϊγμένον [[ἦτορ]] OD cœur déchiré, torturé;<br /><b>3</b> faire périr ; <i>en gén.</i> détruire (une ville) de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαίω]]¹, [[δαίνυμι]]. | |btext=<i>f.</i> δαΐξω, <i>ao.</i> ἐδάϊξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass.</i> δαΐζομαι, <i>impf.</i> ἐδαϊζόμην, <i>f. inus., ao.</i> ἐδαΐχθην, <i>pf.</i> [[δεδάϊγμαι]];<br /><b>1</b> diviser, séparer, couper (qch pour faire des parts) ; <i>fig.</i> ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ [[στήθεσσιν]] IL leur cœur était partagé (<i>càd</i> en doute) dans leur poitrine ; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]] IL partagé dans son cœur entre deux opinions;<br /><b>2</b> <i>d'ord. avec idée de violence</i> déchirer avec le tranchant d'une arme ; <i>p. ext.</i> déchirer, arracher : χερσὶ κόμην IL s'arracher les cheveux de ses mains ; δεδαϊγμένος [[ἦτορ]] IL qui a le cœur déchiré (par une arme) ; <i>fig.</i> δεδαϊγμένον [[ἦτορ]] OD cœur déchiré, torturé;<br /><b>3</b> faire périr ; <i>en gén.</i> détruire (une ville) de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαίω]]¹, [[δαίνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαΐζω [1. δαίομαι] ep. inf. δαϊζέμεναι; aor. ἐδάϊξα, pass. ἐδαΐχθην; perf. med.-pass. δεδάϊγμαι, ep. plqperf. 3 sing. δεδάϊκτο; fut. δαΐξω, doorklieven, doorboren, splijten, verscheuren, meestal met een wapen in de strijd:; εὖτ ( ε ) … Ἀργείους κτείνεσκε δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ wanneer hij Argivers doodde door ze te doorklieven met scherp brons Il. 24.393; τοὺς Ἀχιλεὺς ἐδάϊζε die Achilles doorkliefde (met zijn wapen, d.w.z. doodde) Il. 21.147; δ. χαλκῷ ῥωγαλέον (iets) met brons doorboren zodat het verscheurd wordt Il. 2.416; pass. met acc. resp.:; Ἄρητον … δεδαϊγμένον ἦτορ Aretos met zijn borst doorkliefd Il. 17.535; met het wapen als subj.:; ἕξ … διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής het onvermoeibare brons boorde zich door zes lagen Il. 7.247; ook buiten de strijd:; διαμοιρᾶσθαι δαΐζων in stukken snijden (met een mes) Od. 14.434; κόμην δ. het haar uitrukken (met de handen) Il. 18.27; overdr.:; λοιγός … τάνδε πόλιν δαΐζων vernietiging die deze stad splijt Aeschl. Suppl. 680; ook pass.: verscheurd, verdeeld zijn (door angst, zorg of twijfel):. δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδι ( α ) in tweeën gespleten in zijn hart Il. 14.20; ὣς ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν zo was het hart verdeeld in de borst van de Achaeërs Il. 9.8; ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ met een verscheurd hart Od. 13.320. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαΐζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делить]], [[разделять]], [[распределять]] ([[ἕπταχα]] τὰ πάντα [[δαϊζέμεναι]] Hom.): δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]] Hom. колеблясь между двумя решениями;<br /><b class="num">2)</b> [[рассекать]], [[разрубать]] (χιτώνα χαλκῷ Hom.; κάρανα Aesch.): δεδαϊγμένος [[ἦτορ]] Hom. пораженный в сердце, но ἔχων δεδαϊγμένον [[ἦτορ]] с растерзанным сердцем, тяжко удрученный;<br /><b class="num">3)</b> [[разрывать]], [[рвать]] (на себе) (χερσὶ κόμην Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[разорять]], [[опустошать]] (τάνδε πόλιν Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[истреблять]], [[убивать]] (ἵππους τε καὶ ἀνέρας Hom.; [[ἵππος]] ἐκ βελέων [[δαϊχθείς]], [[varia lectio|v.l.]] δαχθείς Pind.; [[τέκνον]] τινός Aesch.; ἐκ χερῶν τινος [[δαϊχθείς]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαΐζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδάϊξα</i> ([[δαίω]] Β),<br /><b class="num">1.</b> [[διαχωρίζω]] σε τεμάχια, [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σφάζω]], [[φονεύω]], [[αφανίζω]], [[σκοτώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]], [[ξεριζώνω]], [[αποσπώ]], [[κατακόβω]]· <i>χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>χαλκῷ δεδαϊγμένος</i>, στο ίδ.· δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], με τρυπημένη [[καρδιά]], στο ίδ.· δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], μια [[καρδιά]] «κομματιασμένη» από τις δυστυχίες, στο ίδ.· [[δαϊχθείς]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[μοιράζω]]· ἐδαΐζετο θυμὸςἐνὶ [[στήθεσσιν]], η [[ψυχή]] του ήταν διχασμένη μέσα του, δηλ. βρισκόταν σε [[αμφιβολία]], σε Ομήρ. Ιλ.· δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]], διχασμένος ή αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] γνώμες, απόψεις, [[διχόγνωμος]], στο ίδ. | |lsmtext='''δαΐζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδάϊξα</i> ([[δαίω]] Β),<br /><b class="num">1.</b> [[διαχωρίζω]] σε τεμάχια, [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[σφάζω]], [[φονεύω]], [[αφανίζω]], [[σκοτώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]], [[ξεριζώνω]], [[αποσπώ]], [[κατακόβω]]· <i>χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>χαλκῷ δεδαϊγμένος</i>, στο ίδ.· δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], με τρυπημένη [[καρδιά]], στο ίδ.· δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], μια [[καρδιά]] «κομματιασμένη» από τις δυστυχίες, στο ίδ.· [[δαϊχθείς]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[μοιράζω]]· ἐδαΐζετο θυμὸςἐνὶ [[στήθεσσιν]], η [[ψυχή]] του ήταν διχασμένη μέσα του, δηλ. βρισκόταν σε [[αμφιβολία]], σε Ομήρ. Ιλ.· δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]], διχασμένος ή αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] γνώμες, απόψεις, [[διχόγνωμος]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |