Anonymous

δαΐζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] (vgl. [[δαίω]]), fut. δαΐξω, pass. δεδαϊγμένος, δαϊχύείς; δεδαιγμένος Pind. P. 8, 87; δαϊσθείς Eur. Heracl. 914 zw., s. Buttm.; <b class="b2">zertheilen, zerschneiden, zerreißen</b>; Odyss. 14, 434 καὶ τὰ μὲν [[ἕπταχα]] πάντα δισμοιρᾶτο δαΐζων, vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad. 2, 416; κόμην, das Haar zerraufen, 18, 27; κάρανα δαΐξας Aesch. Ch. 396; Sp.; töd ten, absol., ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων Iliad 21, 33; mit accusat., δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Iliad. 11, 497; χαλκῷ δεδαϊγμένος 22, 72; ohne χαλκῷ, δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], todt lag er da, 17, 535; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pind. P 6, 33; [[τέκνον]] δαΐξω Aesch. Ag. 205; ἐξ ἐμῶν δαϊχθεὶς χερῶν Eur. I. T 873; πόλιν, verwüsten, Aesch. Suppl. 680. Häufig übertr., ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν, das Herz war ihnen getheilt in der Brust, war in innerem Zwiespalt, Il. 9, 8; ähnl. ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, er war unschlüssig, ἢ – ἦε 14, 20; φρεσὶν ἔχων δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], ein von Kummer zerrissenes, gequältes Herz im Busen habend, Od. 13, 320. Im Anfang des Verses Il . 11, 497 δα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] (vgl. [[δαίω]]), fut. δαΐξω, pass. δεδαϊγμένος, δαϊχύείς; δεδαιγμένος Pind. P. 8, 87; δαϊσθείς Eur. Heracl. 914 zw., s. Buttm.; <b class="b2">zertheilen, zerschneiden, zerreißen</b>; Odyss. 14, 434 καὶ τὰ μὲν [[ἕπταχα]] πάντα δισμοιρᾶτο δαΐζων, vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad. 2, 416; κόμην, das Haar zerraufen, 18, 27; κάρανα δαΐξας Aesch. Ch. 396; Sp.; töd ten, absol., ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων Iliad 21, 33; mit accusat., δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Iliad. 11, 497; χαλκῷ δεδαϊγμένος 22, 72; ohne χαλκῷ, δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], todt lag er da, 17, 535; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pind. P 6, 33; [[τέκνον]] δαΐξω Aesch. Ag. 205; ἐξ ἐμῶν δαϊχθεὶς χερῶν Eur. I. T 873; πόλιν, verwüsten, Aesch. Suppl. 680. Häufig übertr., ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν, das Herz war ihnen getheilt in der Brust, war in innerem Zwiespalt, Il. 9, 8; ähnl. ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, er war unschlüssig, ἢ – ἦε 14, 20; φρεσὶν ἔχων δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], ein von Kummer zerrissenes, gequältes Herz im Busen habend, Od. 13, 320. Im Anfang des Verses Il . 11, 497 δα.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δαΐξω, <i>ao.</i> ἐδάϊξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass.</i> δαΐζομαι, <i>impf.</i> ἐδαϊζόμην, <i>f. inus., ao.</i> ἐδαΐχθην, <i>pf.</i> [[δεδάϊγμαι]];<br /><b>1</b> diviser, séparer, couper (qch pour faire des parts) ; <i>fig.</i> ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ [[στήθεσσιν]] IL leur cœur était partagé (<i>càd</i> en doute) dans leur poitrine ; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]] IL partagé dans son cœur entre deux opinions;<br /><b>2</b> <i>d'ord. avec idée de violence</i> déchirer avec le tranchant d'une arme ; <i>p. ext.</i> déchirer, arracher : χερσὶ κόμην IL s'arracher les cheveux de ses mains ; δεδαϊγμένος [[ἦτορ]] IL qui a le cœur déchiré (par une arme) ; <i>fig.</i> δεδαϊγμένον [[ἦτορ]] OD cœur déchiré, torturé;<br /><b>3</b> faire périr ; <i>en gén.</i> détruire (une ville) de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαίω]]¹, [[δαίνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαΐζω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. ἐδάϊξα· -παθ. (ἴδε κατωτ. καί πρβλ. [[δαίω]] Β). Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διακόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Ὀδ. Ξ. 434· χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Ἰλ. Β. 416, πρβλ. Η. 247· δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ Ω. 393· κάρανα δαΐξας Αἰσχύλ. Χο. 297. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Ἰλ. Λ. 497· [[τέκνον]] δαΐξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· -συχν. ἐν τῷ παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος Ἰλ. Χ. 72, κτλ.· δεδαΐγμένος [[ἦτορ]], διατετρυπημένος τὴν καρδίαν (ὡς εἰ χαλκῷ) Ρ. 535· δεδαΐγμένον [[ἦτορ]], καρδία διεσχισμένη καὶ βεβασανισμένη διὰ δυστυχίας, Ὀδ. Ν. 320· ἐκ βελέων δαϊχθείς Πίνδ. Π. 6. 33· ἐξ ἐμᾶν χερῶν Εὐρ. Ι. Τ. 873. 3) [[τίλλω]], ἀποσπῶ, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, Ἰλ. Σ. 27· -δαΐζειν πόλιν, καταστρέφειν ἐξ ὁλοκλήρου, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 680, πρβλ. Χο. 396. 4) [[ἁπλῶς]], [[χωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διχάζω]], ἐδαΐζετο [[θυμός]] ἐνὶ στήθεσσιν, ἡ [[ψυχή]] του ἐδιχάζετο ἐν αὐτῷ, δηλ. ἦτο ἐν ἀμφιβολίᾳ, Ἰλ. Ι. 8· δαϊζόμενος κατά θυμόν διχθάδια, διῃρημένος ἢ ἀμφιβάλλων μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ξ. 20· -[[ὡσαύτως]], δαΐζειν [[ἐννέα]] μοίρας, διαιρεῖν εἰς…, Ὀρφ. Λιθ. 707. [δᾰ-· ἀλλὰ δᾱ- Ἰλ. Λ. 497, Αἰσχύλ. Χο. 396.]
|lstext='''δαΐζω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. ἐδάϊξα· -παθ. (ἴδε κατωτ. καί πρβλ. [[δαίω]] Β). Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διακόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Ὀδ. Ξ. 434· χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Ἰλ. Β. 416, πρβλ. Η. 247· δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ Ω. 393· κάρανα δαΐξας Αἰσχύλ. Χο. 297. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Ἰλ. Λ. 497· [[τέκνον]] δαΐξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· -συχν. ἐν τῷ παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος Ἰλ. Χ. 72, κτλ.· δεδαΐγμένος [[ἦτορ]], διατετρυπημένος τὴν καρδίαν (ὡς εἰ χαλκῷ) Ρ. 535· δεδαΐγμένον [[ἦτορ]], καρδία διεσχισμένη καὶ βεβασανισμένη διὰ δυστυχίας, Ὀδ. Ν. 320· ἐκ βελέων δαϊχθείς Πίνδ. Π. 6. 33· ἐξ ἐμᾶν χερῶν Εὐρ. Ι. Τ. 873. 3) [[τίλλω]], ἀποσπῶ, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, Ἰλ. Σ. 27· -δαΐζειν πόλιν, καταστρέφειν ἐξ ὁλοκλήρου, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 680, πρβλ. Χο. 396. 4) [[ἁπλῶς]], [[χωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διχάζω]], ἐδαΐζετο [[θυμός]] ἐνὶ στήθεσσιν, ἡ [[ψυχή]] του ἐδιχάζετο ἐν αὐτῷ, δηλ. ἦτο ἐν ἀμφιβολίᾳ, Ἰλ. Ι. 8· δαϊζόμενος κατά θυμόν διχθάδια, διῃρημένος ἢ ἀμφιβάλλων μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ξ. 20· -[[ὡσαύτως]], δαΐζειν [[ἐννέα]] μοίρας, διαιρεῖν εἰς…, Ὀρφ. Λιθ. 707. [δᾰ-· ἀλλὰ δᾱ- Ἰλ. Λ. 497, Αἰσχύλ. Χο. 396.]
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δαΐξω, <i>ao.</i> ἐδάϊξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass.</i> δαΐζομαι, <i>impf.</i> ἐδαϊζόμην, <i>f. inus., ao.</i> ἐδαΐχθην, <i>pf.</i> [[δεδάϊγμαι]];<br /><b>1</b> diviser, séparer, couper (qch pour faire des parts) ; <i>fig.</i> ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ [[στήθεσσιν]] IL leur cœur était partagé (<i>càd</i> en doute) dans leur poitrine ; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]] IL partagé dans son cœur entre deux opinions;<br /><b>2</b> <i>d'ord. avec idée de violence</i> déchirer avec le tranchant d'une arme ; <i>p. ext.</i> déchirer, arracher : χερσὶ κόμην IL s'arracher les cheveux de ses mains ; δεδαϊγμένος [[ἦτορ]] IL qui a le cœur déchiré (par une arme) ; <i>fig.</i> δεδαϊγμένον [[ἦτορ]] OD cœur déchiré, torturé;<br /><b>3</b> faire périr ; <i>en gén.</i> détruire (une ville) de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαίω]]¹, [[δαίνυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth