αὐτοκτόνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue (les siens) de sa propre main.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tue (les siens) de sa propre main.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκτόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[убивающий своих]] ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Aesch., Anth. = [[αὐτόκτονος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. <i>-νως</i>, με το ίδιο του το [[χέρι]], σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ [[αὐτοκτόνος]], λέγεται για τη [[Μήδεια]] που σκότωσε τα [[παιδιά]] της, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλληλοκτόνος]], σε Αισχύλ.· [[θάνατος]] [[αὐτοκτόνος]], ο [[αμοιβαίος]] [[θάνατος]] του καθενός από το [[χέρι]] του άλλου, στον ίδ.
|lsmtext='''αὐτοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. <i>-νως</i>, με το ίδιο του το [[χέρι]], σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ [[αὐτοκτόνος]], λέγεται για τη [[Μήδεια]] που σκότωσε τα [[παιδιά]] της, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλληλοκτόνος]], σε Αισχύλ.· [[θάνατος]] [[αὐτοκτόνος]], ο [[αμοιβαίος]] [[θάνατος]] του καθενός από το [[χέρι]] του άλλου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκτόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[убивающий своих]] ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Aesch., Anth. = [[αὐτόκτονος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτείνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[self]]-[[slaying]]; Adv. [[αὐτοκτόνως]], with one's own [[hand]], Aesch.:—so χεὶρ αὐτ., of [[Medea]], who slew her own children, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[slaying]] one [[another]], Aesch.; [[θάνατος]] αὐτ. [[death]] by [[each]] [[other]]'s [[hand]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[κτείνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[self]]-[[slaying]]; Adv. [[αὐτοκτόνως]], with one's own [[hand]], Aesch.:—so χεὶρ αὐτ., of [[Medea]], who slew her own children, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[slaying]] one [[another]], Aesch.; [[θάνατος]] αὐτ. [[death]] by [[each]] [[other]]'s [[hand]], Aesch.
}}
}}