Anonymous

αὐτοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se da muerte por su propia mano]], [[suicida]] de pers. Τελαμώ[νιος αὐτ] οκτόνος ὤλετο A.<i>Fr</i>.451q.17<br /><b class="num">•</b>[[que causa la propia muerte]] σφαγαί Lyc.440, ῥιφαί Lyc.714, δῶρα <i>AP</i> 7.152 (Leont.).<br /><b class="num">2</b> [[asesino de los suyos]], [[parricida]] θάνατος A.<i>Th</i>.681, χείρ E.<i>Med</i>.1254.<br /><b class="num">II</b> Adv. [[αὐτοκτόνως]] = [[con muerte dada por propia mano]] δρᾶσαι τόδ' ἔργον αὐ. A.<i>A</i>.1635, αὐ. θανεῖν A.<i>Th</i>.734.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se da muerte por su propia mano]], [[suicida]] de pers. Τελαμώ[νιος αὐτ] οκτόνος ὤλετο A.<i>Fr</i>.451q.17<br /><b class="num">•</b>[[que causa la propia muerte]] σφαγαί Lyc.440, ῥιφαί Lyc.714, δῶρα <i>AP</i> 7.152 (Leont.).<br /><b class="num">2</b> [[asesino de los suyos]], [[parricida]] θάνατος A.<i>Th</i>.681, χείρ E.<i>Med</i>.1254.<br /><b class="num">II</b> Adv. [[αὐτοκτόνως]] = [[con muerte dada por propia mano]] δρᾶσαι τόδ' ἔργον αὐ. A.<i>A</i>.1635, αὐ. θανεῖν A.<i>Th</i>.734.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue (les siens) de sa propre main.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κτείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοκτόνος''': -ον, ὁ [[ἰδίᾳ]] χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. [[αὐτοκτόνως]], [[ἰδιοχείρως]], δρᾶσαι τόδ’ [[ἔργον]] οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) [[ἀλληλοκτόνος]], ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805· ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν [[θάνατος]] ὦδ’ αὐτόκτονος, [[ἀμοιβαῖος]] διὰ τῶν χειρῶν [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, [[ἐπειδὰν]] αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι [[αὐτόθι]] 734· αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.
|lstext='''αὐτοκτόνος''': -ον, ὁ [[ἰδίᾳ]] χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. [[αὐτοκτόνως]], [[ἰδιοχείρως]], δρᾶσαι τόδ’ [[ἔργον]] οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) [[ἀλληλοκτόνος]], ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805· ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν [[θάνατος]] ὦδ’ αὐτόκτονος, [[ἀμοιβαῖος]] διὰ τῶν χειρῶν [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, [[ἐπειδὰν]] αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι [[αὐτόθι]] 734· αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue (les siens) de sa propre main.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κτείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml