μεγαλοπρεπής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;<br /><i>Cp.</i> μεγαλοπρεπέστερος, <i>Sp.</i> μεγαλοπρεπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρέπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;<br /><i>Cp.</i> μεγαλοπρεπέστερος, <i>Sp.</i> μεγαλοπρεπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγαλοπρεπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[великолепный]], [[пышный]], [[роскошный]] ([[δεῖπνον]] Her.; [[ταφή]] Plat.; [[ἵππος]] Xen.); роскошный, щедрый ([[δωρεά]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[пышный]], [[блестящий]] (λόγοι Plat.; [[δόξα]] NT): νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. полные юношеского пыла.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάλληλος]] για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, [[μεγαλοπρεπής]], σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, Ιων. <i>-έως</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Πλάτ., υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μεγᾰλοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάλληλος]] για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, [[μεγαλοπρεπής]], σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, Ιων. <i>-έως</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Πλάτ., υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγαλοπρεπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[великолепный]], [[пышный]], [[роскошный]] ([[δεῖπνον]] Her.; [[ταφή]] Plat.; [[ἵππος]] Xen.); роскошный, щедрый ([[δωρεά]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[пышный]], [[блестящий]] (λόγοι Plat.; [[δόξα]] NT): νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. полные юношеского пыла.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj