Anonymous

μεγαλοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; [[λέξις]], Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; [[λέξις]], Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;<br /><i>Cp.</i> μεγαλοπρεπέστερος, <i>Sp.</i> μεγαλοπρεπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, [[ἔξοχος]], [[λαμπρός]], Λατ. magnificus, [[δεῖπνον]] μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· [[ἔργον]] καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, [[μεγαλοπρέπεια]], Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57.
|lstext='''μεγᾰλοπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, [[ἔξοχος]], [[λαμπρός]], Λατ. magnificus, [[δεῖπνον]] μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· [[ἔργον]] καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, [[μεγαλοπρέπεια]], Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;<br /><i>Cp.</i> μεγαλοπρεπέστερος, <i>Sp.</i> μεγαλοπρεπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR