3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />sur le fait, sur-le-champ, à l'instant même ; τὸ [[παραχρῆμα]] HDT ce qui arrive présentement ; [[εἰς]] τὸ [[παραχρῆμα]], pour le moment ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] [[παραχρῆμα]] <i>ou</i> ἀπὸ [[τοῦ]] [[παραχρῆμα]], sur-le-champ, à l'improviste, sans préparation ; ἡ [[παραχρῆμα]] [[ἀνάγκη]] THC la nécessité du moment présent.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[χρῆμα]]. | |btext=<i>adv.</i><br />sur le fait, sur-le-champ, à l'instant même ; τὸ [[παραχρῆμα]] HDT ce qui arrive présentement ; [[εἰς]] τὸ [[παραχρῆμα]], pour le moment ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] [[παραχρῆμα]] <i>ou</i> ἀπὸ [[τοῦ]] [[παραχρῆμα]], sur-le-champ, à l'improviste, sans préparation ; ἡ [[παραχρῆμα]] [[ἀνάγκη]] THC la nécessité du moment présent.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[χρῆμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παραχρῆμα [παρά, χρῆμα] adv., ook τὸ παραχρῆμα, terstond, onmiddellijk;; ἐκ τοῦ παραχρῆμα στρατεύεσθαι zonder voorbereiding te velde trekken Xen. Hell. 6.4.11; ἐκ τοῦ παραχρῆμα (λέγειν) = ἀπὸ τοῦ παραχρῆμα = ἐν τῷ παραχρῆμα improviseren;; ἐς τὸ παραχρῆμα voor het ogenblik Thuc. 1.22.4; attr..; ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη de nood van het ogenblik Thuc. 2.17.1; τὸ παραχρῆμα ἡδύ het directe plezier Plat. Prot. 356a; subst. τὰ παραχρῆμα de huidige situatie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραχρῆμα:''' adv. [из παρὰ τὸ [[χρῆμα]] сейчас же, тотчас же, теперь (же) ([[πάλαι]] τε καὶ π. Thuc.): τὸ и τὰ π. Her. etc. настоящее, теперешние обстоятельства; ὁ π. настоящий (непосредственный, минутный) ([[ἀνάγκη]] Thuc.; ἡδύ Plat.); ἐκ τοῦ π. Plat., Xen. без подготовки; ἐν τῷ π. Plat. в данный момент. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''παραχρῆμα:''' επίρρ. αντί παρὰ τὸ [[χρῆμα]], [[αμέσως]], [[πάραυτα]], [[παρευθύς]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με [[άρθρο]], τὸ [[παραχρῆμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐκ</i> ή <i>ἀπὸ τοῦ παράχρημα</i>, [[αυτοσχέδιος]], [[πρόχειρος]], [[άμεσος]], σε Ξεν.· ἐν τῷ [[παραχρῆμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐς τὸ [[παραχρῆμα]] ἀκούειν, σε Θουκ. | |lsmtext='''παραχρῆμα:''' επίρρ. αντί παρὰ τὸ [[χρῆμα]], [[αμέσως]], [[πάραυτα]], [[παρευθύς]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με [[άρθρο]], τὸ [[παραχρῆμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐκ</i> ή <i>ἀπὸ τοῦ παράχρημα</i>, [[αυτοσχέδιος]], [[πρόχειρος]], [[άμεσος]], σε Ξεν.· ἐν τῷ [[παραχρῆμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐς τὸ [[παραχρῆμα]] ἀκούειν, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παραχρῆμα''': Ἐπίρρ. ἀντὶ παρὰ τὸ [[χρῆμα]], [[εὐθύς]], παρευθὺς (οὕτω παρὰ [[χρέος]] ἐν Νικ., ἴδε [[χρέος]] VΙΙ), ὡς τὸ [[παραυτίκα]], Ἡρόδ. 3. 15., 7. 150, Λυσ. 172. 44, κτλ.· [[πάλαι]] τε καὶ π. Θουκ. 7. 75· εἰ μὴ π., ἀλλ’ ὀλίγον [[ὕστερον]] Ἰσοκρ. 383Β· [[ταχέως]] καὶ π. Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3· πρὸς στιγμήν, π. τέρψασαι Κριτί. 2. 23· τὰ [[παραχρῆμα]], τὰ παρόντα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέλλοντα, Θουκ. 1. 138· ἡ π. [[ἀνάγκη]], ἡ ἐν τῷ παρόντι, ὁ αὐτ. 2. 17· τὸ π. περιχαρὲς [[αὐτόθι]] 51· τὸ π. περιδεές ὁ αὐτ. 8. 1· περὶ τοῦ ἐυθὺς π., [[εὐθέως]] π., ἴδε ἐν τέλ.· - [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ [[παραχρῆμα]] Ἡρόδ. 6. 11, καὶ Ἀττ.· ἐκ τοῦ παρ. λέγειν, λέγειν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλάτ. Κρατ. 399D, πρβλ. Δημ. 9. 7· ἐκ τοῦ π. στρατεύεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 11· τὸ π. ἡδύ, ἡ [[ἄμεσος]] [[ἡδονή]], Πλάτ. Πρωταγ. 356Α· αἱ ἐκ τοῦ παρ. ἡδοναὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20· [[οὕτως]], ἀπὸ τοῦ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 30· - ἐν τῷ π. Ἀντιφῶν 138. 5, Πλάτ., κλ.· - ἐς τὸ π. ἀκούειν Θουκ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 646C - Ἡ [[λέξις]] κεῖται παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀττ. πεζογράφων, ἀλλ’ οὐχὶ τοσοῦτον παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, [[ὥστε]] ὁ Ἡσύχ. ἐνόμισεν [[ἀναγκαῖον]] νὰ ἑρμηνεύσῃ αὐτό: - «[[παραχρῆμα]]· [[παραυτίκα]] .., [[εὐθέως]]»· πρβλ. Καλλιμ. Ἀποσπ. 106, Πλουτ. Κάμιλ. 42· ἐκ τοῦ π. εἰπεῖν ὁ αὐτ. 2. 6Ε· ἐν τῷ π. Ἀριστείδ. 2, σ. 407· - [[ἐντεῦθεν]] ὁ Cobet N. LL. σελ. 351, 731 κἑξ. συμπεραίνει ὅτι τὰ ἄρτι, [[εὐθύς]], [[εὐθέως]], [[ὁσάκις]] εὕρηνται συνημμένα μετὰ τοῦ [[παραχρῆμα]], [[δέον]] νὰ ὀβελίζωνται ὡς γλωσσήματα, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 14, Ἀντιφῶν 113. 31, Ἰσαῖ, 36. 17, Δείναρχ. 102. 16, Δημ. 1178. 14. 2) ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. μετὰ γεν., π. τῆς εὐεργεσίας Δίων Κ. 1, σ. 359· π. τῆς διαβάσεως Εὐναπ. Ἱστ. σ. 51. 15 (ἔκδ. Βόννης)· οὕτω, Γεωπ. 10. 75, 16, Λογγῖν. κλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |