παραχρῆμα
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
Adv. for παρὰ τὸ χρῆμα (cf. χρέος)
A on the spot, forthwith, Hdt.3.15, 7.150, Lys.25.17, etc.; πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα Th. 7.75; εἰ καὶ μὴ παραχρῆμα, ἀλλ' ὀλίγον ὕστερον Isoc. 18.64; ταχέως καὶ παραχρῆμα Cratin.6; at the moment, παραχρῆμα τέρψασαι Critias 6.23 (nisi divisim scribendum); τὰ παραχρῆμα the present, opp. τὰ μέλλοντα, Th.1.138; ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη present necessity, Id.2.17; τὸ παραχρῆμα περιχαρές ib.51; τὸ παραχρῆμα περιδεές Id.8.1; τὸ παραχρῆμα ἡδύ immediate pleasure, Pl.Prt. 356a; αἱ παραχρῆμα ἡδοναί Antipho Soph.58: with the Art., τὸ παραχρῆμα Hdt.6.11, etc.; ἐκ τοῦ παραχρῆμα λέγειν to speak offhand, Pl.Cra.399d, cf. D.1.1; ἐκ τοῦ παραχρῆμα στρατεύεσθαι X.HG6.4.11; αἱ ἐκ τοῦ παραχρῆμα ἡδοναί Id.Mem.2.1.20; λέγειν ἀπὸ τοῦ παραχρῆμα Id.HG1.1.30; ἐν τῷ παραχρῆμα Antipho 5.73, Pl.R. 455a, etc.; ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν Th.1.22; ἀσθενεῖς εἰς τὸ παραχρῆμα γίγνονται Pl.Lg.646c.—More freq. in Hdt. and Att. Prose than in later writers (hence expld. by Hsch. παραχρῆμα· παραυτίκα... εὐθέως), cf. Call.Fr.106.3, SIG577.12 (Milet., iii/ii B. C.), Plu. Cam.42; νόμοι ἐκ τοῦ παραχρῆμα κείμενοι Jul. ad Them.262a; ἐκ τοῦ παραχρῆμα εἰπεῖν Plu.2.6e, cf. Longin.18.2; ἐν τῷ παραχρῆμα Aristid.2.407 J.:—hence Cobet treats ἄρτι, εὐθύς, εὐθέως, when joined with παραχρῆμα as glosses, παραχρῆμα ἄρτι X.HG1.4.14; εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20; εὐθὺς παραχρῆμα Is.1.11, Din.1.94, D.48.40.
2 in later writers, c. gen., παραχρῆμα τῆς εὐεργεσίας D.Chr.11.130; παραχρῆμα τῆς διαβάσεως Eun.Hist.p.240 D., cf. Gp.10.75.16.
German (Pape)
[Seite 508] d. i. παρὰ τὸ χρῆμα, neben der Sache, auf der Stelle, sogleich, Ar. Plut. 569. 782 u. häufig in Prosa; Her. 7, 150; Thuc. 7, 75; τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον, 2, 51; εὐθέως παρ., Antiph. 1, 20, wie εὐθὺς παρ., Dem. 24, 15; Gegensatz εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον, Isocr. 4, 124; oft mit dem Artikel, τὸ ἐγγὺς μόνον ὁρῶν καὶ τὸ παραχρῆμα, Plat. Crat. 395 d, das Gegenwärtige; τὰ παραχρῆμα, im Gegensatz von τὰ μέλλοντα, Thuc. 1, 138; αἱ παραχρῆμα ἡδοναί, augenblickliche, momentane, Plat. Prot. 353 d; ἐκ τοῦ παραχρῆμα, aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung, z. B. στρατεύεσθαι, Xen. Hell. 6, 4, 11; λέγειν, Plat. Crat. 399 d (u. oft Dem.); auch verbunden ἐκ τοῦ παραχρῆμα ἐξαίφνης, Legg. XI, 867 a; αἱ ἐκ τοῦ παρ. ἡδοναί, Xen. Mem. 2, 1, 20. 4, 5, 10, wie αἱ ἐγγυτάτω, die sich von selbst darbietenden, ohne viele Mühe zu erlangenden Genüsse; τὰ μὲν ἀπὸ τοῦ παρ. λέγειν, im Gegensatz von τὰ δὲ βουλευσαμένους, Hell. 1, 1, 30; ἐν τῷ παρ., in dem Augenblick, für den Augenblick, ἡδονὴν παρέχειν, Plat. Prot. 353 d; vgl. τὴν ἐν τῷ παρ. διώκοντες ῥᾳστώνην, Polit. 310 c; ἐν μὲν τῷ παρ. ἱκανῶς εἰπεῖν οὐ ῥᾴδιον, ἐπισκεψαμένῳ δὲ οὐδὲν χαλεπόν, Rep. V, 455 a; ἀσθενεῖς εἰς τὸ παρ. γίγνονται, Legg. I, 646 c.
French (Bailly abrégé)
adv.
sur le fait, sur-le-champ, à l'instant même ; τὸ παραχρῆμα HDT ce qui arrive présentement ; εἰς τὸ παραχρῆμα, pour le moment ; ἐκ τοῦ παραχρῆμα ou ἀπὸ τοῦ παραχρῆμα, sur-le-champ, à l'improviste, sans préparation ; ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη THC la nécessité du moment présent.
Étymologie: παρά, χρῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραχρῆμα [παρά, χρῆμα] adv., ook τὸ παραχρῆμα, terstond, onmiddellijk; ἐκ τοῦ παραχρῆμα στρατεύεσθαι = zonder voorbereiding te velde trekken Xen. Hell. 6.4.11; ἐκ τοῦ παραχρῆμα (ἐκ τοῦ παραχρῆμα λέγειν) = ἀπὸ τοῦ παραχρῆμα = ἐν τῷ παραχρῆμα = improviseren; ἐς τὸ παραχρῆμα = voor het ogenblik Thuc. 1.22.4; attr..; ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη = de nood van het ogenblik Thuc. 2.17.1; τὸ παραχρῆμα ἡδύ = het directe plezier Plat. Prot. 356a; subst. τὰ παραχρῆμα = de huidige situatie.
Russian (Dvoretsky)
παραχρῆμα: adv. [из παρὰ τὸ χρῆμα сейчас же, тотчас же, теперь (же) (πάλαι τε καὶ π. Thuc.): τὸ и τὰ π. Her. etc. настоящее, теперешние обстоятельства; ὁ π. настоящий (непосредственный, минутный) (ἀνάγκη Thuc.; ἡδύ Plat.); ἐκ τοῦ π. Plat., Xen. без подготовки; ἐν τῷ π. Plat. в данный момент.
English (Strong)
from παρά and χρῆμα (in its original sense); at the thing itself, i.e. instantly: forthwith, immediately, presently, straightway, soon.
English (Thayer)
(properly, equivalent to παρά τό χρῆμα; cf. our on the spot), from Herodotus down; immediately, forthwith, instantly: WH brackets παραχρῆμα); Sept. for פִּתְאֹם, Isaiah 30:13.)
Greek Monolingual
παραχρῆμα ΝΜΑ
(επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ΚΔ
γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. α) «τῶν τε παραχρῆμα καὶ τῶν μελλόντων» — τών παρόντων και τῶν μελλόντων (Θουκ.)
β) «τὸ παραχρήμα ἡδύ» — η άμεση ηδονή (Πλάτ.)
γ) «αἱ (ἐκ τοῦ) παραχρήμα ἡδοναί» — οι στιγμιαίες, οι ακαριαίες ηδονές (Αντιφ.)
δ) «ἐκ τοῦ παραχρῆμα λέγειν» — προχείρως, εκ του προχείρου (Πλάτ.)
ε) «ἡ παραχρήμα ἀνάγκη» — η παρούσα, η άμεση ανάγκη (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρῆμα, με συνεκφορά.
Greek Monotonic
παραχρῆμα: επίρρ. αντί παρὰ τὸ χρῆμα, αμέσως, πάραυτα, παρευθύς, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με άρθρο, τὸ παραχρῆμα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐκ ή ἀπὸ τοῦ παράχρημα, αυτοσχέδιος, πρόχειρος, άμεσος, σε Ξεν.· ἐν τῷ παραχρῆμα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παραχρῆμα: Ἐπίρρ. ἀντὶ παρὰ τὸ χρῆμα, εὐθύς, παρευθὺς (οὕτω παρὰ χρέος ἐν Νικ., ἴδε χρέος VΙΙ), ὡς τὸ παραυτίκα, Ἡρόδ. 3. 15., 7. 150, Λυσ. 172. 44, κτλ.· πάλαι τε καὶ π. Θουκ. 7. 75· εἰ μὴ π., ἀλλ’ ὀλίγον ὕστερον Ἰσοκρ. 383Β· ταχέως καὶ π. Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3· πρὸς στιγμήν, π. τέρψασαι Κριτί. 2. 23· τὰ παραχρῆμα, τὰ παρόντα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέλλοντα, Θουκ. 1. 138· ἡ π. ἀνάγκη, ἡ ἐν τῷ παρόντι, ὁ αὐτ. 2. 17· τὸ π. περιχαρὲς αὐτόθι 51· τὸ π. περιδεές ὁ αὐτ. 8. 1· περὶ τοῦ ἐυθὺς π., εὐθέως π., ἴδε ἐν τέλ.· - ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ παραχρῆμα Ἡρόδ. 6. 11, καὶ Ἀττ.· ἐκ τοῦ παρ. λέγειν, λέγειν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλάτ. Κρατ. 399D, πρβλ. Δημ. 9. 7· ἐκ τοῦ π. στρατεύεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 11· τὸ π. ἡδύ, ἡ ἄμεσος ἡδονή, Πλάτ. Πρωταγ. 356Α· αἱ ἐκ τοῦ παρ. ἡδοναὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20· οὕτως, ἀπὸ τοῦ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 30· - ἐν τῷ π. Ἀντιφῶν 138. 5, Πλάτ., κλ.· - ἐς τὸ π. ἀκούειν Θουκ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 646C - Ἡ λέξις κεῖται παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀττ. πεζογράφων, ἀλλ’ οὐχὶ τοσοῦτον παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, ὥστε ὁ Ἡσύχ. ἐνόμισεν ἀναγκαῖον νὰ ἑρμηνεύσῃ αὐτό: - «παραχρῆμα· παραυτίκα .., εὐθέως»· πρβλ. Καλλιμ. Ἀποσπ. 106, Πλουτ. Κάμιλ. 42· ἐκ τοῦ π. εἰπεῖν ὁ αὐτ. 2. 6Ε· ἐν τῷ π. Ἀριστείδ. 2, σ. 407· - ἐντεῦθεν ὁ Cobet N. LL. σελ. 351, 731 κἑξ. συμπεραίνει ὅτι τὰ ἄρτι, εὐθύς, εὐθέως, ὁσάκις εὕρηνται συνημμένα μετὰ τοῦ παραχρῆμα, δέον νὰ ὀβελίζωνται ὡς γλωσσήματα, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 14, Ἀντιφῶν 113. 31, Ἰσαῖ, 36. 17, Δείναρχ. 102. 16, Δημ. 1178. 14. 2) ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. μετὰ γεν., π. τῆς εὐεργεσίας Δίων Κ. 1, σ. 359· π. τῆς διαβάσεως Εὐναπ. Ἱστ. σ. 51. 15 (ἔκδ. Βόννης)· οὕτω, Γεωπ. 10. 75, 16, Λογγῖν. κλ.
Middle Liddell
[for παρὰ τὸ χρῆμα
on the spot, forthwith, straightway, Hdt., Thuc., etc.:—with the Art., τὸ π. Hdt., Attic; ἐκ or ἀπὸ τοῦ παραχρῆμα off-hand, immediate, Xen.; ἐν τῷ π. Plat., etc.; —ἐς τὸ π. ἀκούειν Thuc.
Chinese
原文音譯:paracrÁma 爬拉-赫雷馬
詞類次數:副詞(19)
原文字根:在旁-使用
字義溯源:與事同時,立時,即時,快,立即,立刻;由(παρά)*=旁,出於)與(χρῆμα)*=有用,需用)組成。參讀 (ἐξαυτῆς)同義字
出現次數:總共(19);太(2);路(10);徒(7)
譯字彙編:
1) 立刻(15) 太21:19; 太21:20; 路4:39; 路5:25; 路8:44; 路8:47; 路8:55; 路13:13; 路18:43; 路22:60; 徒3:7; 徒5:10; 徒12:23; 徒13:11; 徒16:26;
2) 立時(2) 路1:64; 徒16:33;
3) 即時(1) 徒9:18;
4) 快(1) 路19:11
English (Woodhouse)
immediately, at once, for the moment, on the spot
Lexicon Thucydideum
ex tempore, in praesentia, for the moment, on the spur of the moment, 1.20.2, 1.22.4, 1.134.3, 1.138.3, 1.141.6. 2.6.2, 2.17.1, 2.51.6, 4.7.1. 4.15.1, 5.15.2. 6.55.3. 6.56.3, 6.57.4. 6.59.1, 7.75.5, 8.1.4, 8.44.3. 8.92.2.
Translations
at the very moment
Bashkir: шунда уҡ; Chinese Mandarin: 當場/当场; Dutch: ter plekke; Finnish: siinä paikassa, saman tien; French: sur-le-champ, séance tenante; Georgian: ეგრევე, მაშინვე; German: auf der Stelle; Ancient Greek: αὐτίκα, παραυτίκα, αὐτόθεν, παραχρῆμα, αὐτοῦ, αὐτόθι; Greek: αυτή τη στιγμή; Irish: ar an ásc sin; Italian: subito, immediatamente; Latin: ilico, illico, praesto; Macedonian: на лице место; Norwegian Bokmål: på flekken; Nynorsk: på flekken; Russian: немедленно, сразу, тут же; Scottish Gaelic: anns a' bhad, sa bhad; Swedish: på fläcken
in a particular place
Chinese Dutch: ter plekke; Finnish: paikalla, paikan päällä; French: sur place; Greek: επί τόπου; Italian: sul posto; Russian: на месте; Serbo-Croatian: na mjestu