στάμνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />cruche de terre pour le vin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />cruche de terre pour le vin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στάμνος''': , [[ὡσαύτως]] ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον [[ἀγγεῖον]], εἰς ὃ συνήγετο ὁ [[οἶνος]] μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ [[πρᾶξις]] ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - [[καθόλου]], «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος [[ἀμφορεύς]]. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο [[ὄνομα]] γένους καὶ ἀμφορεὺς [[ὄνομα]] εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑδρία]]. [[κάλπη]]. κάλαθος».
|elnltext=στάμνος -ου, ὁ [ἵστημι] kruik.
}}
{{elru
|elrutext='''στάμνος:''' ὁ [[сосуд]], [[кувшин]] Arph., Dem., NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''στάμνος:''' ὁ και ἡ ([[στῆναι]]), πήλινο [[αγγείο]] που χρησιμεύει στη [[μετάγγιση]], στο «[[τράβηγμα]]» του κρασιού, σε Αριστοφ.· πρβλ. [[ἀμφορεύς]].
|lsmtext='''στάμνος:''' ὁ και ἡ ([[στῆναι]]), πήλινο [[αγγείο]] που χρησιμεύει στη [[μετάγγιση]], στο «[[τράβηγμα]]» του κρασιού, σε Αριστοφ.· πρβλ. [[ἀμφορεύς]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στάμνος:''' ὁ [[сосуд]], [[кувшин]] Arph., Dem., NT.
|lstext='''στάμνος''': , [[ὡσαύτως]] , Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον [[ἀγγεῖον]], εἰς ὃ συνήγετο ὁ [[οἶνος]] μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ [[πρᾶξις]] ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - [[καθόλου]], «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος [[ἀμφορεύς]]. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο [[ὄνομα]] γένους καὶ ἀμφορεὺς [[ὄνομα]] εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑδρία]]. [[κάλπη]]. κάλαθος».
}}
{{elnl
|elnltext=στάμνος -ου, [ἵστημι] kruik.
}}
}}
{{etym
{{etym