Anonymous

στάμνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] ὁ, ein irdenes Gefäß, cin Krug zum Wein; Ar. Plut. 545; στάμνους [[ὀγδοήκοντα]] οἴνου, Dem. 35, 32; auch tem., Hermipp. bei Ath. I, 29 f; vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. 187.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] ὁ, ein irdenes Gefäß, cin Krug zum Wein; Ar. Plut. 545; στάμνους [[ὀγδοήκοντα]] οἴνου, Dem. 35, 32; auch tem., Hermipp. bei Ath. I, 29 f; vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. 187.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cruche de terre pour le vin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στάμνος''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον [[ἀγγεῖον]], εἰς ὃ συνήγετο ὁ [[οἶνος]] μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ [[πρᾶξις]] ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - [[καθόλου]], «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος [[ἀμφορεύς]]. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο [[ὄνομα]] γένους καὶ ἀμφορεὺς [[ὄνομα]] εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑδρία]]. [[κάλπη]]. κάλαθος».
|lstext='''στάμνος''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον [[ἀγγεῖον]], εἰς ὃ συνήγετο ὁ [[οἶνος]] μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ [[πρᾶξις]] ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - [[καθόλου]], «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος [[ἀμφορεύς]]. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο [[ὄνομα]] γένους καὶ ἀμφορεὺς [[ὄνομα]] εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ὑδρία]]. [[κάλπη]]. κάλαθος».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cruche de terre pour le vin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR