σφενδάμνινος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=[ῐ] η, ον,<br /><b>1</b>. de bois d'érable, CRAT. (<i>Com. fr.</i> 2, 177);<br /><b>2</b>. <i>p. ext</i>., dur solide. résistant, AR. <i>Ach</i>. 181.<br />'''Étymologie:''' [[σφένδαμνος]].
|btext=[ῐ] η, ον,<br /><b>1</b>. de bois d'érable, CRAT. (<i>Com. fr.</i> 2, 177);<br /><b>2</b>. <i>p. ext</i>., dur solide. résistant, AR. <i>Ach</i>. 181.<br />'''Étymologie:''' [[σφένδαμνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφενδάμνῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. [[πρίνινος]].
|elnltext=σφενδάμνινος -η -ον [σφένδαμνος: esdoorn] hard als esdoornhout.
}}
{{elru
|elrutext='''σφενδάμνῐνος:''' досл. кленовый, перен. кондовой, крепкий (γέροντες Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σφενδάμνῐνος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από [[ξύλο]] σφενδάμνου· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, «σκληρό [[καρύδι]]», [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[ισχυρός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σφενδάμνῐνος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από [[ξύλο]] σφενδάμνου· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, «σκληρό [[καρύδι]]», [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[ισχυρός]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφενδάμνῐνος:''' досл. кленовый, перен. кондовой, крепкий (γέροντες Arph.).
|lstext='''σφενδάμνῐνος''': -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., [[ἰσχυρός]], [[δυνατός]], [[τραχύς]], [[σκληρός]], πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. [[πρίνινος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφενδάμνινος -η -ον [σφένδαμνος: esdoorn] hard als esdoornhout.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj