σφενδάμνινος
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
η, ον, of maple wood, τράπεζαι Cratin.301: metaph. for tough, stout, 'hearts of oak', Ar.Ach.181.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] η, ον,
1. de bois d'érable, CRAT. (Com. fr. 2, 177);
2. p. ext., dur solide. résistant, AR. Ach. 181.
Étymologie: σφένδαμνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφενδάμνινος -η -ον [σφένδαμνος: esdoorn] hard als esdoornhout.
German (Pape)
von Rüstern-, Ahornholz, τράπεζαι, Cratin. bei Ath. II.49a; dah. hart, fest, wie unser hahnbüchen, hagebüchen, Ar. Ach. 181, wo der Schol. zu vgl.
Russian (Dvoretsky)
σφενδάμνῐνος: досл. кленовый, перен. кондовой, крепкий (γέροντες Arph.).
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α σφένδαμνος
1. κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός, τραχύς.
Greek Monotonic
σφενδάμνῐνος: -η, -ον, κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, «σκληρό καρύδι», τραχύς, σκληρός, ισχυρός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σφενδάμνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχύς, σκληρός, πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. πρίνινος.
Middle Liddell
σφενδάμνῐνος, η, ον
of maple wood: metaph. of persons, "hearts of oak, " Ar. [from σφένδαμνος