Anonymous

χειμερινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui est de l'hiver, qui se fait pendant l'hiver ; ἡ χειμερινή ([[ὥρη]]) HDT la mauvaise saison ; τὸ χειμερινόν <i>ou</i> τὰ χειμερινά, les brumes d'hiver, le mauvais temps, où règne le mauvais temps.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]].
|btext=ή, όν :<br />qui est de l'hiver, qui se fait pendant l'hiver ; ἡ χειμερινή ([[ὥρη]]) HDT la mauvaise saison ; τὸ χειμερινόν <i>ou</i> τὰ χειμερινά, les brumes d'hiver, le mauvais temps, où règne le mauvais temps.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειμερῐνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[зимний]] (μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.): πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. обращенный к зимнему солнцу, т. е. на юг; περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. во время зимнего солнцестояния; χ. [[ὄνειρος]] Luc. сон в зимнюю ночь;<br /><b class="num">2)</b> [[холодный]], [[суровый]] ([[χωρίον]] Thuc.). - см. тж. [[χειμερινά]] и [[χειμερινή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμερῐνός:''' -ή, -όν ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το [[θερινός]], <i>χειμεριναὶ [[τροπαί]]</i> (βλ. [[τροπή]] I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὴν χειμερινήν</i> (ενν. <i>ὥρην</i>), κατά τη [[διάρκεια]] της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χειμερινός]], σε Θουκ.· βλ. [[χειμέριος]].
|lsmtext='''χειμερῐνός:''' -ή, -όν ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το [[θερινός]], <i>χειμεριναὶ [[τροπαί]]</i> (βλ. [[τροπή]] I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὴν χειμερινήν</i> (ενν. <i>ὥρην</i>), κατά τη [[διάρκεια]] της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χειμερινός]], σε Θουκ.· βλ. [[χειμέριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειμερῐνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[зимний]] (μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.): πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. обращенный к зимнему солнцу, т. е. на юг; περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. во время зимнего солнцестояния; χ. [[ὄνειρος]] Luc. сон в зимнюю ночь;<br /><b class="num">2)</b> [[холодный]], [[суровый]] ([[χωρίον]] Thuc.). - см. тж. [[χειμερινά]] и [[χειμερινή]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj