3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> exploit, haut fait;<br /><b>2</b> objet de lutte ; objet d'une contestation ; fondement d'une cause;<br /><b>3</b> prix de la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνίζομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> exploit, haut fait;<br /><b>2</b> objet de lutte ; objet d'une contestation ; fondement d'une cause;<br /><b>3</b> prix de la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγώνισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[столкновение]], [[бой]], [[стычка]] (τὰ ἐν Ἀρτεμισίῳ ἀγωνίσματα Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[состязание]] (ἀγωνίσματα ποιεῖν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[доблестное деяние]], [[подвиг]] (καλὸν ἀ. Thuc.; [[μέγιστον]] ἀ. Lys.);<br /><b class="num">4)</b> [[слава]], [[успех]]: ἀ. [[μέγα]] ποιέεσθαί τι Her. вменять себе что-л. в большую заслугу; ἀ. ἐς τὸ [[παραχρῆμα]] Thuc. минутный успех; [[προσλαβεῖν]] ἀ. τινος Thuc. стяжать славу за что-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[исход]], [[результат]]: [[πῶς]] καὶ πέπρακται ἀρᾶς ἀ. Οἰδίπου; Eur. что вышло из проклятия Эдипа?;<br /><b class="num">6)</b> [[предмет спора]], [[вопрос]]: οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc. немалую задачу ты ставишь. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγώνισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγωνίζομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάλη]], [[συμπλοκή]], [[αγώνας]]· στον πληθ., έργα που γίνονται στη [[μάχη]], ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στον ενικ., <i>ἀγώνισμά τινος</i>, [[κατόρθωμα]] για το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να νιώθει [[περήφανος]], σε Θουκ.· ξυνέσεως [[ἀγώνισμα]], άριστο [[κατόρθωμα]] πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς [[ἀγώνισμα]], [[καρπός]], [[αποτέλεσμα]] [[κατάρας]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀγώνισμα]] ποιεῖσθαί τι, κάνω [[κάτι]] [[αντικείμενο]] των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ [[ἀγώνισμα]] προστάττεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] ρίχνεται στον αγώνα, [[δημηγορία]], [[απαγγελία]], ρητορικό [[γύμνασμα]] για πρόσκαιρη [[επίδειξη]] ή διαγωνισμό, [[ἀγώνισμα]] ἐς τὸ [[παραχρῆμα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀγώνισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγωνίζομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάλη]], [[συμπλοκή]], [[αγώνας]]· στον πληθ., έργα που γίνονται στη [[μάχη]], ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στον ενικ., <i>ἀγώνισμά τινος</i>, [[κατόρθωμα]] για το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να νιώθει [[περήφανος]], σε Θουκ.· ξυνέσεως [[ἀγώνισμα]], άριστο [[κατόρθωμα]] πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς [[ἀγώνισμα]], [[καρπός]], [[αποτέλεσμα]] [[κατάρας]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀγώνισμα]] ποιεῖσθαί τι, κάνω [[κάτι]] [[αντικείμενο]] των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ [[ἀγώνισμα]] προστάττεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] ρίχνεται στον αγώνα, [[δημηγορία]], [[απαγγελία]], ρητορικό [[γύμνασμα]] για πρόσκαιρη [[επίδειξη]] ή διαγωνισμό, [[ἀγώνισμα]] ἐς τὸ [[παραχρῆμα]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |