ἀγώνισμα

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓γώνισμᾰ Medium diacritics: ἀγώνισμα Low diacritics: αγώνισμα Capitals: ΑΓΩΝΙΣΜΑ
Transliteration A: agṓnisma Transliteration B: agōnisma Transliteration C: agonisma Beta Code: a)gw/nisma

English (LSJ)

ἀγωνίσματος, τό,
A contest, conflict: in plural, deeds done in battle, brave deeds, Hdt.8.76; feats of horsemanship, X.Eq.Mag.3.5; ἀ. κατὰ τὰ ἆθλα CIG 2741.
2 in sg., feat, achievement, ἀγώνισμα τινος = a feather in his cap, Th.8.12, cf. 17: c. inf., Id.7.59,86; ξυνέσεως ἀγώνισμα = prize of sagacity, Id.3.82; ἀρᾶς ἀγώνισμα = issue of the curse, E.Ph.1355.
II ἀγώνισμα ποιεῖσθαί τι = make it an object to strive for, Hdt.1.140; οὐ μικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάττεις Luc.Im.12.
III that with which one contends, declamation, ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22; of plays, Arist.Po.1451b37.
IV in Law, plea, Antipho 5.36, Lys.13.77.

Spanish (DGE)

ἀγωνίσματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1certamen, competición νικῶν τῷ καλλίστῳ ... ἐν ἀνθρώποις ἀγωνίσματι X.Hier.11.7, cf. IAphrodisias 3.50.21 (II d.C.), τὸ τελεώτατον τῶν ἀγωνισμάτων quizá ref. al pancracio IAphrodisias 3.72.29 (III d.C.), τὸ τῶν σαλπιγκτῶν PAgon.7.10 (III d.C.), ἐς ζήλωμα καὶ ἐς ἀ. πολλῶν προῆλθεν D.C.59.5.5, cf. Aristid.Or.2.2, 24.3.
2 acción de guerra, combate, escaramuza Hdt.8.76, X.Eq.Mag.3.5, Eq.11.13, Plb.1.58.1
fig. de la Fortuna, Plb.1.4.5, ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ Pamph.Mon.Soter.75.
3 causa judicial X.Cyr.8.2.27.
II 1hazaña, proeza Th.3.82, 7.59, 86
triunfo ὅστις τῶν τοιούτων ἐπιθυμέει ἀγωνισμάτων Hp.Prorrh.2.2, μὴ Ἄγιδος τὸ ἀγώνισμα τοῦτο γενέσθαι que ese triunfo no fuera para Agis Th.8.12, cf. Aristid.Or.47.1, Fauorin.De Ex.15.2.
2 pieza de concurso κτῆμα ἐς ἀεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22
representación Arist.Po.1451b37
exhibición, espectáculo Plb.3.31.12, Ael.VH 2.30, Hsch.s.u. ἀγωνίσματα.
3 punto central de discusión en un juicio, Antipho 5.36, Lys.13.77.
III 1objeto, fin por el que se contiende ἀ. ἡμῶν ... διττῶν ἀρετῶν δεῖται Gorg.B 8, ἀ. ποιεῖσθαι = convertir algo en meta, designio Hdt.1.140, οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc.Im.12.
2 premio Th.3.82, λαβεῖν τ' ἀγώνισμ' ἄξιόν τι τῆς ὁδοῦ Ar.Ra.284
fig. ἀ. ἀρᾶς el premio, el resultado de la maldición E.Ph.1355.
IV cuidado, diligencia Sud.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 exploit, haut fait;
2 objet de lutte ; objet d'une contestation ; fondement d'une cause;
3 prix de la lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.

German (Pape)

τό, der Kampf, τὰ ἐν Ἀρτεμισίῳ ἀγ. Her. 8.76; ὅσα πρὸς πόλεμόν ἐστιν ἀγωνίσματα Plat. Legg. VIII.823e; Gegenstand des Wetteifers und der Anstrengung, ἀγ. τοῦτο μέγα ποιεῦνται Her. 1.140; vgl. Thuc. 7.86 und Lys. 13.77; der Kampfpreis, Ar. Ran. 284; Thuc. 8.17; derselbe setzt 1.22, von seinem Werke sprechend, κτῆμα ἐς ἀεί dem ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα entgegen, auf die Prunkreden der Sophisten als vergängliche Erzeugnisse des Wettkampfes hindeutend, s. ἀγών und ἀγωνίζομαι; Pol. 3.31.12. – Bei Arist. poet. 9 ἀγ. ποιεῖν = ἀγωνίζεσθαι, ein Drama aufführen.

Russian (Dvoretsky)

ἀγώνισμα: ἀγωνίσματος τό
1 столкновение, бой, стычка (τὰ ἐν Ἀρτεμισίῳ ἀγωνίσματα Her.);
2 состязание (ἀγωνίσματα ποιεῖν Arst.);
3 доблестное деяние, подвиг (καλὸν ἀ. Thuc.; μέγιστον ἀ. Lys.);
4 слава, успех: ἀ. μέγα ποιέεσθαί τι Her. вменять себе что-л. в большую заслугу; ἀ. ἐς τὸ παραχρῆμα Thuc. минутный успех; προσλαβεῖν ἀ. τινος Thuc. стяжать славу за что-л.;
5 исход, результат: πῶς καὶ πέπρακται ἀρᾶς ἀ. Οἰδίπου; Eur. что вышло из проклятия Эдипа?;
6 предмет спора, вопрос: οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc. немалую задачу ты ставишь.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνισμα: τό, πάλη, ἅμιλλα, συμπλοκή, ἀγών· ἐν τῷ πληθ., ἔργα γενόμενα ἐν μάχῃ, γενναῖαι πράξεις, Ἡρόδ. 8. 76· ἐπιτυχεῖς ἐπιδείξεις ἐν τῇ ἱππασίᾳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3.5, ἀγ. κατὰ τὰ ἆθλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἀγωνίσματα ποιεῖν, κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, ἐπὶ δραματικῶν ποιητῶν, Ἀριστ. ποιητ. 9. 11. 2) ἑνικῶς, ἀγ. τινός, κατόρθωμά τινος, ἐφ’ ᾧ δύναται νὰ σεμνύνηται, Θουκ. 8.12, πρβλ. 17., 7. 56, 59, 86· ξυνέσεως ἀγώνισμα, ἐπιτυχὲς κατόρθωμα εὐφυΐας, ὁ αὐτ. 3. 82· ἀρᾶς ἀγ., τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ καρπὸς τῆς κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1355. ΙΙ. ἀγ. ποιεῖσθαί τι, τὸ νὰ καταστήσῃ τις πρᾶγμά τι ὡς τὸ μέλημα τῶν ἀγώνων αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1355· οὐ μικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάτεις, Λουκ. Εἰκ. 12. ΙΙΙ. ἐκεῖνο, μεθ’ οὗ τις κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα, δηλ. ῥητορικὸν γύμνασμα πρὸς ἐπίδειξιν πρόσκαιρον ἢ διαγωνισμόν, ἀγ. ἐς τὸ παραχρῆμα, Θουκ. 1. 22. IV. ἡ βάσις ἢ τὸ ἐπιχείρημα, ἐφ’ οὗ ὑπόθεσίς τις στηρίζεται, Ἀντιφῶν 133.34, Λυσ. 137. 8.

Greek Monotonic

ἀγώνισμα: ἀγωνίσματος, τό (ἀγωνίζομαι),
I. 1. πάλη, συμπλοκή, αγώνας· στον πληθ., έργα που γίνονται στη μάχη, ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ.
2. στον ενικ., ἀγώνισμά τινος, κατόρθωμα για το οποίο μπορεί κάποιος να νιώθει περήφανος, σε Θουκ.· ξυνέσεως ἀγώνισμα, άριστο κατόρθωμα πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς ἀγώνισμα, καρπός, αποτέλεσμα κατάρας, σε Ευρ.
II. ἀγώνισμα ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι αντικείμενο των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάττεις, σε Λουκ.
III. αυτό με το οποίο κάποιος ρίχνεται στον αγώνα, δημηγορία, απαγγελία, ρητορικό γύμνασμα για πρόσκαιρη επίδειξη ή διαγωνισμό, ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀγωνίζομαι
I. a contest, in plural deeds done in battle, brave deeds, feats, Hdt.
2. in sg., ἀγ. τινός a feat for him to be proud of, Thuc.; ξυνέσεως ἀγ. a fine stroke of wit, Thuc.; ἀρᾶς ἀγ. the issue of the curse, Eur.
II. ἀγ. ποιεῖσθαί τι to make it an object to strive for, Hdt.; οὐ μικρὸν τὸ ἀγ. προστάττεις Luc.
III. that with which one contends, a prize-essay, declamation, ἀγ. ἐς τὸ παραχρῆμα Thuc.

English (Woodhouse)

feat, a feather in one's cap, basic of legal action, enterprise to be proud of, ground for legal action

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

praemium, prize, reward, 3.82.7,
facinus praeclarum, glorious deed, 7.56.2, 7.59.2 [ubi in aliis codd. where in other manuscripts ἀγῶνα]. 7.86.2. 8.12.2, 8.17.2,
commissio, engagement, battle, 1.22.4.

Translations

Afrikaans: kompetisie; Albanian: garë, konkurs; Arabic: مُنَافَسَة‎, مُسَابَقَة‎, مُبَارَاة‎; Armenian: մրցույթ; Azerbaijani: müsabiqə, yarış; Belarusian: спаборніцтва, конкурс; Bulgarian: състезание, съревнование, надпревара; Burmese: ပြိုင်ပွဲ; Catalan: competició; Chinese Cantonese: 比賽, 比赛; Dungan: бисэ; Mandarin: 比賽, 比赛; Min Nan: 比賽, 比赛; Wu: 比賽, 比赛; Czech: soutěž; Danish: konkurrence; Dutch: competitie, toernooi, wedstrijd, wedloop; Esperanto: konkurso; Estonian: võistlus, võitlus; Ewe: ɖikeke; Finnish: kilpailu, kisa; French: concours, compétition; Georgian: შეჯიბრი; German: Wettbewerb; Greek: διαγωνισμός; Ancient Greek: ἀγών, ἅμιλλα; Hindi: प्रतियोगिता, मुक़ाबला; Hungarian: verseny, vetélkedő, megmérettetés; Indonesian: pertandingan, kompetisi, sayembara, perlombaan; Irish: iomaidh, comórtas; Italian: concorso, competizione, gara; Japanese: 大会, コンペ, コンクール, コンテスト; Kazakh: жарыс, конкурс, байқау; Khmer: ប្រកួត, ជំនែង; Korean: 경기(競技), 경쟁시험(競爭試驗), 경진 대회(競進大會), 콩쿠르, 콘테스트, 시합(試合); Kurdish Northern Kurdish: pêşbazî, pêşbirk, berêkane, misabiqe, hevrikî, hawirkan, riberiz, sîbaq, reqabet; Kyrgyz: мелдеш; Latin: certamen; Latvian: konkurss, sacensības; Lithuanian: konkursas, rungtynės, varžybos; Macedonian: натпревар; Malay: pertandingan, sayembara; Malayalam: മത്സരം; Maori: tauwhāinga; Mongolian Cyrillic: уралдаан, тэмцээн; Norwegian Bokmål: konkurranse, tevling; Pashto: کانکور‎, مسابقه‎; Persian: مسابقه‎; Polish: konkurs, zawody; Portuguese: concurso, competição; Romanian: concurs, competiție; Russian: соревнование, состязание, конкурс; Scottish Gaelic: co-fharpais; Serbo-Croatian Cyrillic: те̏кма, у̀такмица; Roman: tȅkma, ùtakmica; Shan: ပၢင်ၶေႉၶဵင်ႇ; Slovak: súťaž; Slovene: tekma; Spanish: competición; Swedish: tävling; Tajik: мусобиқа; Telugu: పందెము, పోటీ; Thai: การแข่ง, การแข่งขัน; Tibetan: འགྲན་བསྡུར; Turkish: müsabaka, yarış; Turkmen: ýaryş, konkurs; Ukrainian: змагання, конкурс; Urdu: مقابلہ‎; Uyghur: مۇسابىقە‎; Uzbek: musobaqa, konkurs; Vietnamese: cuộc thi; Welsh: cystadleuaeth, ymryson; West Frisian: kompetysje