ἄγριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui vit dans les champs ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> sauvage;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> sauvage, farouche, violent, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui vit dans les champs ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> sauvage;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> sauvage, farouche, violent, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[дикий]] (αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; [[ἔλαιον]] Soph.; [[τόπος]] Plat.): μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]] [[ποτός]] Aesch. вино из дикого винограда;<br /><b class="num">2)</b> [[жестокий]], [[свирепый]], [[лютый]], [[злой]] ([[ἀνήρ]], [[πτόλεμος]] Hom.; δρακαίνης [[φύσις]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[неукротимый]], [[необузданный]], [[грубый]] ([[θυμός]] Hom.; ἤθεα Her.; [[ὀργή]] Soph.; ἔρωτες Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[мучительный]], [[тяжелый]] ([[νόσος]] Soph.; τραύματα Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[бурный]], [[ужасный]] ([[νύξ]] Her.; [[χεῖμα]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγριος:''' -α, -ον και -ος, -ον·συγκρ. <i>ἀγριώτερος</i>· υπερθ. <i>ἀγριώτατος</i> ([[ἀγρός]])· αυτός που ζει στους αγρούς, Λατ. [[agrestis]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για τα ζώα, [[άγριος]], [[ανήμερος]]· αἲξ [[σῦς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵπποι</i>, <i>ὄνοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· λέγεται για αγρότη, χωρικό, αντίθ. προς το [[πολίτης]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για δέντρο, [[άγριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]], φτιαγμένο από άγριο [[κλίμα]], [[αμπέλι]], σε Αισχύλ.· ἄγριον [[ἔλαιον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για χώρες, [[βάρβαρος]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και ζώα, που έχουν ιδιότητες που ανήκουν σε άγρια [[κατάσταση]]·<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άγριος]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], Λατ. [[ferus]], [[ferox]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[ωμός]], [[σκληρός]], [[αγενής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀγριώτατα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὸ ἀγριώτερον</i>, σε πιο σκληρά [[μέτρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται [[ακόμη]] για πράγματα και καταστάσεις ή περιστάσεις, [[τραχύς]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>νὺξ ἀγριωτέρη</i>, περισσότερο άγρια, [[θυελλώδης]], σε Ηρόδ.· ἀγρία [[νόσος]], [[καρκινώδης]] [[αρρώστια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀγρίως]], με άγριο, μανιώδη τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἄγρια</i>, ως ουδ. πληθ., σε Ησίοδ., Μόσχ.
|lsmtext='''ἄγριος:''' -α, -ον και -ος, -ον·συγκρ. <i>ἀγριώτερος</i>· υπερθ. <i>ἀγριώτατος</i> ([[ἀγρός]])· αυτός που ζει στους αγρούς, Λατ. [[agrestis]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για τα ζώα, [[άγριος]], [[ανήμερος]]· αἲξ [[σῦς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵπποι</i>, <i>ὄνοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· λέγεται για αγρότη, χωρικό, αντίθ. προς το [[πολίτης]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για δέντρο, [[άγριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]], φτιαγμένο από άγριο [[κλίμα]], [[αμπέλι]], σε Αισχύλ.· ἄγριον [[ἔλαιον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για χώρες, [[βάρβαρος]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και ζώα, που έχουν ιδιότητες που ανήκουν σε άγρια [[κατάσταση]]·<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άγριος]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], Λατ. [[ferus]], [[ferox]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[ωμός]], [[σκληρός]], [[αγενής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀγριώτατα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὸ ἀγριώτερον</i>, σε πιο σκληρά [[μέτρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται [[ακόμη]] για πράγματα και καταστάσεις ή περιστάσεις, [[τραχύς]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>νὺξ ἀγριωτέρη</i>, περισσότερο άγρια, [[θυελλώδης]], σε Ηρόδ.· ἀγρία [[νόσος]], [[καρκινώδης]] [[αρρώστια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀγρίως]], με άγριο, μανιώδη τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἄγρια</i>, ως ουδ. πληθ., σε Ησίοδ., Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[дикий]] (αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; [[ἔλαιον]] Soph.; [[τόπος]] Plat.): μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]] [[ποτός]] Aesch. вино из дикого винограда;<br /><b class="num">2)</b> [[жестокий]], [[свирепый]], [[лютый]], [[злой]] ([[ἀνήρ]], [[πτόλεμος]] Hom.; δρακαίνης [[φύσις]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[неукротимый]], [[необузданный]], [[грубый]] ([[θυμός]] Hom.; ἤθεα Her.; [[ὀργή]] Soph.; ἔρωτες Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[мучительный]], [[тяжелый]] ([[νόσος]] Soph.; τραύματα Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[бурный]], [[ужасный]] ([[νύξ]] Her.; [[χεῖμα]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj