ἄβουλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> irréfléchi, imprudent, sot, déraisonnable;<br /><b>2</b> indifférent à, τινι;<br /><b>3</b> contraire, hostile à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βουλή]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὔβουλος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> irréfléchi, imprudent, sot, déraisonnable;<br /><b>2</b> indifférent à, τινι;<br /><b>3</b> contraire, hostile à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βουλή]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὔβουλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[необдуманный]] ([[νόημα]] Anacr.); безрассудный, опрометчивый ([[ἀνήρ]], [[πόλις]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[не заботящийся]], [[беззаботный]] (τινι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), [[ασυλλόγιστος]], αυτός που έχει κακή [[κρίση]], σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι [[ἄβουλος]], αυτός που δεν μεριμνά [[καθόλου]] γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀβουλότερος</i>, σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀβούλως]], ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. <i>ἀβουλότατα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), [[ασυλλόγιστος]], αυτός που έχει κακή [[κρίση]], σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι [[ἄβουλος]], αυτός που δεν μεριμνά [[καθόλου]] γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀβουλότερος</i>, σε Θουκ.· επίρρ. [[ἀβούλως]], ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. <i>ἀβουλότατα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[необдуманный]] ([[νόημα]] Anacr.); безрассудный, опрометчивый ([[ἀνήρ]], [[πόλις]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[не заботящийся]], [[беззаботный]] (τινι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj