Anonymous

ἄβουλος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[foolish]]
|woodrun=[[foolish]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀσύνετος]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀπερίσκεπτος]], στόν Πλάτωνα αὐτός πού δέ θέλει). Ἀπό τό α στερητ. + [[βουλή]], ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἀβουλέω]] -ῶ (=δέ [[θέλω]], ἐναντιοῦμαι), [[ἀβούλητος]] (=[[ἀκούσιος]], [[ἀσύμφωνος]] πρός τήν [[ἐπιθυμία]] κάποιου, [[δυσάρεστος]]), ἀβουλήτως (=[[ἀκουσίως]]), [[ἀβουλία]] (=[[ἀπερισκεψία]]), [[ἀβούλημα]] (=[[αὐτό]] πού [[ἔχει]] γίνει ἀπερίσκεπτα).
}}
}}