ἄοινος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne boit pas de vin;<br /><b>2</b> qui ne produit pas de vin;<br /><b>3</b> sans vin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶνος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne boit pas de vin;<br /><b>2</b> qui ne produit pas de vin;<br /><b>3</b> sans vin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄοινος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совершаемый или справляемый без вина]] (χοαί Aesch.; [[ὁδός]] Xen.; ἁγνεῖαι, συμπόσια Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вызываемый не действием вина]] ([[μέθη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[лишенный вина]] ([[κρήνη]] Plat.; φιἀλη, [[τροφή]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[непьющий]], [[трезвый]] (эпитет Эриний, возлияния которым совершались без вина) Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄοινος:''' -ον·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν συνίσταται από ή δεν περιέχει [[κρασί]]· <i>ἄοινοι χοαί</i>, σπονδές που δεν περιείχαν [[κρασί]], τέτοιες όπως εκείνες που προσφέρονταν στις Ερινύες, σε Αισχύλ.· εξού ο Σοφ. αποκαλεί τις Ερινύες με το προσωνύμιο <i>ἄοινοι</i>· <i>ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν</i>, αυτοί που έχουν κυριευθεί από [[μανία]], όχι εξαιτίας της μέθης [[αλλά]] του ασίγαστου μίσους, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν πίνει [[καθόλου]] [[κρασί]], ο [[νηφάλιος]], σε Ξεν.· λέγεται για [[τόπο]], αυτός που δεν παράγει οίνο, λέγεται για τα αμπέλια, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄοινος:''' -ον·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν συνίσταται από ή δεν περιέχει [[κρασί]]· <i>ἄοινοι χοαί</i>, σπονδές που δεν περιείχαν [[κρασί]], τέτοιες όπως εκείνες που προσφέρονταν στις Ερινύες, σε Αισχύλ.· εξού ο Σοφ. αποκαλεί τις Ερινύες με το προσωνύμιο <i>ἄοινοι</i>· <i>ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν</i>, αυτοί που έχουν κυριευθεί από [[μανία]], όχι εξαιτίας της μέθης [[αλλά]] του ασίγαστου μίσους, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν πίνει [[καθόλου]] [[κρασί]], ο [[νηφάλιος]], σε Ξεν.· λέγεται για [[τόπο]], αυτός που δεν παράγει οίνο, λέγεται για τα αμπέλια, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄοινος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совершаемый или справляемый без вина]] (χοαί Aesch.; [[ὁδός]] Xen.; ἁγνεῖαι, συμπόσια Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вызываемый не действием вина]] ([[μέθη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[лишенный вина]] ([[κρήνη]] Plat.; φιἀλη, [[τροφή]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[непьющий]], [[трезвый]] (эпитет Эриний, возлияния которым совершались без вина) Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj