Anonymous

ἄοινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ohne Wein, sowohl von Menschen, die keinen Wein trinken, als von Gegenden, die keinen Wein hervorbringen, Xen. Cyr. 6, 2, 26. 27; [[κρήνη]] νηφαντικὴ καὶ [[ἄοινος]] Plat. Phil. 61 c; χοαί, θυμώματα, Opfer, bei denen kein Wein gespendet wird, Aesch. Eum. 107. 822; wie sie die Eumeniden erhalten, die davon selbst ἄοινοι heißen, Soph. O. C. 100; [[συμπόσιον]], Gelag ohne Wein, Theophr. bei Plut. Symp. 5, 5, 2; [[μέθη]], ein Rausch, der nicht durch Wein bewirkt ist, ib. 8 prooem.; Arist. comp. ἀοινοτέρα [[τροφή]], mit weniger Wein, pol. 7, 15, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ohne Wein, sowohl von Menschen, die keinen Wein trinken, als von Gegenden, die keinen Wein hervorbringen, Xen. Cyr. 6, 2, 26. 27; [[κρήνη]] νηφαντικὴ καὶ [[ἄοινος]] Plat. Phil. 61 c; χοαί, θυμώματα, Opfer, bei denen kein Wein gespendet wird, Aesch. Eum. 107. 822; wie sie die Eumeniden erhalten, die davon selbst ἄοινοι heißen, Soph. O. C. 100; [[συμπόσιον]], Gelag ohne Wein, Theophr. bei Plut. Symp. 5, 5, 2; [[μέθη]], ein Rausch, der nicht durch Wein bewirkt ist, ib. 8 prooem.; Arist. comp. ἀοινοτέρα [[τροφή]], mit weniger Wein, pol. 7, 15, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne boit pas de vin;<br /><b>2</b> qui ne produit pas de vin;<br /><b>3</b> sans vin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοινος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οἴνου, ἄοινοι χοαί, οἷαι αἱ προσφερόμεναι εἰς τὰς Ἐρινῦς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107 ([[ὅθεν]] καὶ αὐταὶ αὗται καλοῦνται ἄοινοι: - πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ’ ὁδοιπορῶν, [[νήφων]] ἀοίνοις Σοφ. Ο. Κ. 100)· ἀλλὰ τὸ ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 860 σημαίνει ἐμμανεῖς οὐχὶ [[ἁπλῶς]] ἐκ μέθης, ἀλλ’ ἐκ διαρκοῦς μίσους· [[συμπόσιον]] Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 679Α· νηφαντικὴ καὶ [[ἄοινος]] [[κρήνη]] Πλάτ. Φίλ. 61C: - πρβλ. [[νηφάλιος]]. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ μὴ πίνων [[οἶνον]], [[ἐγκρατής]], [[νηφάλιος]], Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπου, ὁ μὴ παράγων, πολλὴ γὰρ ἔσται τῆς ὁδοῦ [[ἄοινος]], [[διότι]] πολλὰ μέρη τὰ ὁποῖα θὰ διέλθωμεν δὲν θὰ ἔχωσιν [[οἶνον]], ὡς μὴ γινόμενον ἐν αὐτοῖς. 3) [[ἄνευ]] χρήσεως οἴνου, ἀοινοτέρα τροφὴ Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 1. [[ἄοινος]] [[μέθη]] Πλούτ. 2. 716Α.
|lstext='''ἄοινος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οἴνου, ἄοινοι χοαί, οἷαι αἱ προσφερόμεναι εἰς τὰς Ἐρινῦς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107 ([[ὅθεν]] καὶ αὐταὶ αὗται καλοῦνται ἄοινοι: - πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ’ ὁδοιπορῶν, [[νήφων]] ἀοίνοις Σοφ. Ο. Κ. 100)· ἀλλὰ τὸ ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 860 σημαίνει ἐμμανεῖς οὐχὶ [[ἁπλῶς]] ἐκ μέθης, ἀλλ’ ἐκ διαρκοῦς μίσους· [[συμπόσιον]] Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 679Α· νηφαντικὴ καὶ [[ἄοινος]] [[κρήνη]] Πλάτ. Φίλ. 61C: - πρβλ. [[νηφάλιος]]. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ μὴ πίνων [[οἶνον]], [[ἐγκρατής]], [[νηφάλιος]], Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπου, ὁ μὴ παράγων, πολλὴ γὰρ ἔσται τῆς ὁδοῦ [[ἄοινος]], [[διότι]] πολλὰ μέρη τὰ ὁποῖα θὰ διέλθωμεν δὲν θὰ ἔχωσιν [[οἶνον]], ὡς μὴ γινόμενον ἐν αὐτοῖς. 3) [[ἄνευ]] χρήσεως οἴνου, ἀοινοτέρα τροφὴ Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 1. [[ἄοινος]] [[μέθη]] Πλούτ. 2. 716Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne boit pas de vin;<br /><b>2</b> qui ne produit pas de vin;<br /><b>3</b> sans vin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml