ἐκκλησία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> assemblée par convocation ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> assemblée des Amphictyons, à Delphes;<br /><b>2</b> assemblée du peuple : ἐκκλησίαν συλλέγειν THC, ἁθροίζειν XÉN, συνάγειν THC, συναγείρειν HDT réunir une assemblée ; διαλύειν THC, ἀναστῆσαι XÉN, ἀφιέναι PLUT dissoudre, lever <i>ou</i> congédier une assemblée ; ἀναβάλλειν THC ajourner une assemblée ; [[ἐκκλησία]] γίγνεται THC, καθίσταται THC l'assemblée a lieu, se tient;<br /><b>3</b> assemblée de soldats;<br /><b>II.</b> lieu de réunion pour une assemblée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκαλέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> assemblée par convocation ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> assemblée des Amphictyons, à Delphes;<br /><b>2</b> assemblée du peuple : ἐκκλησίαν συλλέγειν THC, ἁθροίζειν XÉN, συνάγειν THC, συναγείρειν HDT réunir une assemblée ; διαλύειν THC, ἀναστῆσαι XÉN, ἀφιέναι PLUT dissoudre, lever <i>ou</i> congédier une assemblée ; ἀναβάλλειν THC ajourner une assemblée ; [[ἐκκλησία]] γίγνεται THC, καθίσταται THC l'assemblée a lieu, se tient;<br /><b>3</b> assemblée de soldats;<br /><b>II.</b> lieu de réunion pour une assemblée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκαλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκλησία:''' ἡ [[ἐκκαλέω]]<br /><b class="num">1)</b> общее собрание, преимущ. народное, сходка (ἐν ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ συλλόγῳ Plat.; τῶν στρατιωτῶν Xen.; συμβουλεύειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Arst.): ἐκκλησίαν συναγείρειν Her., συλλέγειν и συνάγειν Thuc., ἀθροίζειν Xen., ἄγειν Xen., Plat. или ποιεῖν Arst. созывать собрание; ἐκκλησίαν διαλύειν Thuc., ἀναστῆσαι Xen. или ἀφιέναι Plut. распускать собрание;<br /><b class="num">2)</b> (как законодат. орган - наряду с [[βουλή]] - в Афинах) экклесия, народное собрание Thuc. etc.: ἐκκλησίαν τινὶ ποιεῖν Arph. или [[δοῦναι]] Polyb. разрешить кому-л. выступить в народном собрании;<br /><b class="num">3)</b> [[место или помещение для собраний]] (ἐν παλαίστραις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[церковь]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκλησία:''' ἡ ([[ἔκκλητος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[συνάθροιση]] πολιτών που συγκαλείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, νομοθετική [[συνέλευση]], σε Θουκ. κ.λπ.· στην Αθήνα οι τακτικές Συνελεύσεις ονομάζονταν <i>κύριαι</i>, οι έκτακτες καλούνταν <i>σύγκλητοι</i>, [[παρά]] Δημ.· <i>ἐκκλ. συναγείρειν</i>, <i>συνάγειν</i>, <i>συλλέγειν</i>, <i>ἀθροίζειν</i>, [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκκλ. ποιεῖν</i>, «κάνω [[συνέλευση]]», σε Αριστοφ.· <i>ἐκκλ. γίγνεται</i>, <i>καθίσταται</i>, πραγματοποιείται [[συνέλευση]], σε Θουκ.· <i>ἐκκλ. διαλύειν</i>, <i>ἀναστῆσαι</i>, [[διαλύω]] τη [[συνέλευση]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>ἀναβάλλειν</i>, [[αναβάλλω]] τη [[συνέλευση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ., η Εκκλησία του Χριστού, [[είτε]] [[σώμα]] των πιστών [[είτε]] [[τόπος]] συνάθροισης, [[χριστιανικός]] [[ναός]].
|lsmtext='''ἐκκλησία:''' ἡ ([[ἔκκλητος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[συνάθροιση]] πολιτών που συγκαλείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, νομοθετική [[συνέλευση]], σε Θουκ. κ.λπ.· στην Αθήνα οι τακτικές Συνελεύσεις ονομάζονταν <i>κύριαι</i>, οι έκτακτες καλούνταν <i>σύγκλητοι</i>, [[παρά]] Δημ.· <i>ἐκκλ. συναγείρειν</i>, <i>συνάγειν</i>, <i>συλλέγειν</i>, <i>ἀθροίζειν</i>, [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐκκλ. ποιεῖν</i>, «κάνω [[συνέλευση]]», σε Αριστοφ.· <i>ἐκκλ. γίγνεται</i>, <i>καθίσταται</i>, πραγματοποιείται [[συνέλευση]], σε Θουκ.· <i>ἐκκλ. διαλύειν</i>, <i>ἀναστῆσαι</i>, [[διαλύω]] τη [[συνέλευση]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>ἀναβάλλειν</i>, [[αναβάλλω]] τη [[συνέλευση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ., η Εκκλησία του Χριστού, [[είτε]] [[σώμα]] των πιστών [[είτε]] [[τόπος]] συνάθροισης, [[χριστιανικός]] [[ναός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκλησία:''' ἡ [[ἐκκαλέω]]<br /><b class="num">1)</b> общее собрание, преимущ. народное, сходка (ἐν ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ συλλόγῳ Plat.; τῶν στρατιωτῶν Xen.; συμβουλεύειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Arst.): ἐκκλησίαν συναγείρειν Her., συλλέγειν и συνάγειν Thuc., ἀθροίζειν Xen., ἄγειν Xen., Plat. или ποιεῖν Arst. созывать собрание; ἐκκλησίαν διαλύειν Thuc., ἀναστῆσαι Xen. или ἀφιέναι Plut. распускать собрание;<br /><b class="num">2)</b> (как законодат. орган - наряду с [[βουλή]] - в Афинах) экклесия, народное собрание Thuc. etc.: ἐκκλησίαν τινὶ ποιεῖν Arph. или [[δοῦναι]] Polyb. разрешить кому-л. выступить в народном собрании;<br /><b class="num">3)</b> [[место или помещение для собраний]] (ἐν παλαίστραις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[церковь]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj