Anonymous

ἐκκλησία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0763.png Seite 763]] ἡ, die Volksversammlung (die durch den Herold heraus- und zusammengerufenen Bürger in Freistaaten); ποιεῖν, συλλέγειν, eine Volksversammlung veranstalten, halten, Thuc. 1, 139. 8, 97; [[ὅταν]] συλλεγῶμεν εἰς τὴν ἐκκλ. Plat. Prot. 319 b; ἀθροίζειν Xen. Hell. 1, 6, 8 u. A.; ἐκκλησίας γενομένης, oft Thuc.; καθίσταται [[ἐκκλησία]] 1, 31. 2, 36; Sp. auch ἄγειν, ἀποδιδόναι [[περί]] τινος, Plut. Rom. 27 Luc. Iup. Trag. 12; ποιεῖν od. δοῦναί τινι, concionem dare, Erlaubniß geben, zum Volke zu reden, Ar. Ach. 169; Pol. 4, 34, 6; ἀναστῆσαι, entlassen, Xen. Hell. 2, 4, 30, wie ἀφιέναι, Plut. Tib. Graech. 16. Auch von Soldaten, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter; vgl. Eur. Rhes. 139. – Von [[σύλλογος]] unterschieden, Thuc. 2, 22; ἐν ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ συλλόγῳ Plat. Gorg. 456 b. – Bei Luc. D. D. 24, 1 der Versammlungsort. – Bei den K. S. die Kirche.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0763.png Seite 763]] ἡ, die Volksversammlung (die durch den Herold heraus- und zusammengerufenen Bürger in Freistaaten); ποιεῖν, συλλέγειν, eine Volksversammlung veranstalten, halten, Thuc. 1, 139. 8, 97; [[ὅταν]] συλλεγῶμεν εἰς τὴν ἐκκλ. Plat. Prot. 319 b; ἀθροίζειν Xen. Hell. 1, 6, 8 u. A.; ἐκκλησίας γενομένης, oft Thuc.; καθίσταται [[ἐκκλησία]] 1, 31. 2, 36; Sp. auch ἄγειν, ἀποδιδόναι [[περί]] τινος, Plut. Rom. 27 Luc. Iup. Trag. 12; ποιεῖν od. δοῦναί τινι, concionem dare, Erlaubniß geben, zum Volke zu reden, Ar. Ach. 169; Pol. 4, 34, 6; ἀναστῆσαι, entlassen, Xen. Hell. 2, 4, 30, wie ἀφιέναι, Plut. Tib. Graech. 16. Auch von Soldaten, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter; vgl. Eur. Rhes. 139. – Von [[σύλλογος]] unterschieden, Thuc. 2, 22; ἐν ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ συλλόγῳ Plat. Gorg. 456 b. – Bei Luc. D. D. 24, 1 der Versammlungsort. – Bei den K. S. die Kirche.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> assemblée par convocation ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> assemblée des Amphictyons, à Delphes;<br /><b>2</b> assemblée du peuple : ἐκκλησίαν συλλέγειν THC, ἁθροίζειν XÉN, συνάγειν THC, συναγείρειν HDT réunir une assemblée ; διαλύειν THC, ἀναστῆσαι XÉN, ἀφιέναι PLUT dissoudre, lever <i>ou</i> congédier une assemblée ; ἀναβάλλειν THC ajourner une assemblée ; [[ἐκκλησία]] γίγνεται THC, καθίσταται THC l'assemblée a lieu, se tient;<br /><b>3</b> assemblée de soldats;<br /><b>II.</b> lieu de réunion pour une assemblée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκαλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκλησία''': ἡ, (ἔκκλητος) [[συνέλευσις]] τῶν πολιτῶν τακτικῶς συγκαλουμένων, νομοθετικὴ [[συνέλευσις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἁπλοῦν σύλλογον, Θουκ. 2. 22, Πλάτ. Γοργ. 456Β, κτλ.· λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν Ὁμηρικῶν συνελεύσεων, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 4· περὶ τῆς ἐν Σάμῳ ἐκκλησίας, Ἡρόδ. 3. 142· περὶ τῆς ἐν Σπάρτῃ, Θουκ. 1. 87 (ἂν καὶ ἐν 1. 67 ὀνομάζει αὐτὴν ξύλλογον)· περὶ τῆς συνελεύσεως τῶν Ἀμφικτυόνων ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 71. 8. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ [[συνέλευσις]] πάντων τῶν πολιτῶν νομοθετηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Σόλωνος, ἥτις μετὰ τῆς βουλῆς εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κάμνῃ ψηφίσματα, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ νόμους (ἴδε ἐν λ. [[νόμος]]), καὶ νὰ ἐκλέγῃ τοὺς μὴ διὰ κλήρου ἐκλεγομένους ἄρχοντας: ― αἱ συνήθεις συνελεύσεις ἐκαλοῦντο κύριαι, [[τέσσαρες]] ἐν ἑκάστῃ πρυτανείᾳ, αἱ δὲ ἔκτακτοι ἐκαλοῦντο σύγκλητοι, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394 - 6· ἐκκλησίαν συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, συγκαλεῖν συνέλευσιν τοῦ λαοῦ, Ἡρόδ. 3. 142, Θουκ. 2. 60., 8. 97, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 8· ἐκκλ. ποιεῖν, ποιεῖν συνέλευσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 746, Θουκ. 1. 130, κ. ἀλλ.· ἐκκλ. ποιεῖν τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 169· δοῦναί τινι Πολύβ. 4. 34, 6· ἐκκλ. γίγνεται, καθίσταται, γίνεται [[συνέλευσις]], Θουκ. 6. 8., 1. 31· ἦν ἐκκλ. τοῖς στατηγοῖς Ἀνδοκ. 2. 30: ― ἀντίθετον τῷ ἐκκλ. διαλύειν, ἀναστῆσαι, Θουκ. 8. 69, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42· ἀφιέναι Πλουτ. Τ. Γράκχ. 16· ἀναβάλλειν Θουκ. 5. 45· ἐκκλ. [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1050, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. συγγραφεῦσιν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁτὲ μὲν τὸ [[ἄθροισμα]] τῶν πιστῶν, ὁτὲ δὲ ὁ [[τόπος]] τῆς συναθροίσεως, ὁ [[εὐκτήριος]] [[οἶκος]] ([[ὁπόθεν]] τὸ Γαλλικὸν église, τὸ παρ’ Οὐαλλοῖς eglws, κλτ.).
|lstext='''ἐκκλησία''': ἡ, (ἔκκλητος) [[συνέλευσις]] τῶν πολιτῶν τακτικῶς συγκαλουμένων, νομοθετικὴ [[συνέλευσις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἁπλοῦν σύλλογον, Θουκ. 2. 22, Πλάτ. Γοργ. 456Β, κτλ.· λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν Ὁμηρικῶν συνελεύσεων, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 4· περὶ τῆς ἐν Σάμῳ ἐκκλησίας, Ἡρόδ. 3. 142· περὶ τῆς ἐν Σπάρτῃ, Θουκ. 1. 87 (ἂν καὶ ἐν 1. 67 ὀνομάζει αὐτὴν ξύλλογον)· περὶ τῆς συνελεύσεως τῶν Ἀμφικτυόνων ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 71. 8. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ [[συνέλευσις]] πάντων τῶν πολιτῶν νομοθετηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Σόλωνος, ἥτις μετὰ τῆς βουλῆς εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κάμνῃ ψηφίσματα, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ νόμους (ἴδε ἐν λ. [[νόμος]]), καὶ νὰ ἐκλέγῃ τοὺς μὴ διὰ κλήρου ἐκλεγομένους ἄρχοντας: ― αἱ συνήθεις συνελεύσεις ἐκαλοῦντο κύριαι, [[τέσσαρες]] ἐν ἑκάστῃ πρυτανείᾳ, αἱ δὲ ἔκτακτοι ἐκαλοῦντο σύγκλητοι, [[ψήφισμα]] παρὰ Δημ. 238. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394 - 6· ἐκκλησίαν συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, συγκαλεῖν συνέλευσιν τοῦ λαοῦ, Ἡρόδ. 3. 142, Θουκ. 2. 60., 8. 97, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 8· ἐκκλ. ποιεῖν, ποιεῖν συνέλευσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 746, Θουκ. 1. 130, κ. ἀλλ.· ἐκκλ. ποιεῖν τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 169· δοῦναί τινι Πολύβ. 4. 34, 6· ἐκκλ. γίγνεται, καθίσταται, γίνεται [[συνέλευσις]], Θουκ. 6. 8., 1. 31· ἦν ἐκκλ. τοῖς στατηγοῖς Ἀνδοκ. 2. 30: ― ἀντίθετον τῷ ἐκκλ. διαλύειν, ἀναστῆσαι, Θουκ. 8. 69, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42· ἀφιέναι Πλουτ. Τ. Γράκχ. 16· ἀναβάλλειν Θουκ. 5. 45· ἐκκλ. [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1050, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. συγγραφεῦσιν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁτὲ μὲν τὸ [[ἄθροισμα]] τῶν πιστῶν, ὁτὲ δὲ ὁ [[τόπος]] τῆς συναθροίσεως, ὁ [[εὐκτήριος]] [[οἶκος]] ([[ὁπόθεν]] τὸ Γαλλικὸν église, τὸ παρ’ Οὐαλλοῖς eglws, κλτ.).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> assemblée par convocation ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> assemblée des Amphictyons, à Delphes;<br /><b>2</b> assemblée du peuple : ἐκκλησίαν συλλέγειν THC, ἁθροίζειν XÉN, συνάγειν THC, συναγείρειν HDT réunir une assemblée ; διαλύειν THC, ἀναστῆσαι XÉN, ἀφιέναι PLUT dissoudre, lever <i>ou</i> congédier une assemblée ; ἀναβάλλειν THC ajourner une assemblée ; [[ἐκκλησία]] γίγνεται THC, καθίσταται THC l'assemblée a lieu, se tient;<br /><b>3</b> assemblée de soldats;<br /><b>II.</b> lieu de réunion pour une assemblée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκαλέω]].
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott