3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> établi, ordonné <i>ou</i> permis par la loi divine, sacré, saint : ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσία δὲ καὶ λέγειν HDT accomplir les devoirs religieux et prononcer les paroles saintes ; ὅσιόν ἐστιν <i>ou simpl.</i> ὅσιον cela est juste <i>ou</i> permis, il n’y a point de loi divine qui s'y oppose : [[οὐχ]] ὅσιον ποιοῦμαι <i>ou</i> ἡγοῦμαι, suivi de l'inf. HDT je tiens pour impie de ; <i>de même</i> [[οὐ]] [[θέμις]] οὐδ’ ὅσιον SOPH cela n’est permis par aucune loi divine ; ὅσιά [[τε]] καὶ νόμιμα, usages conformes au droit divin et humain ; τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια THC les lois divines et humaines;<br /><b>2</b> consacré : [[χωρίον]] ὅσιον XÉN territoire consacré;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> pieux, religieux;<br /><b>2</b> juste, honnête ; avec le gén. : ἱερῶν πατρῴων [[ὅσιος]] ESCHL qui tient en honneur les saintes coutumes de ses pères;<br /><b>3</b> pur : [[οἱ]] ὅσιοι, les purs, <i>n. de prêtres à Delphes</i>;<br /><i>Cp.</i> ὁσιώτερος.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> établi, ordonné <i>ou</i> permis par la loi divine, sacré, saint : ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσία δὲ καὶ λέγειν HDT accomplir les devoirs religieux et prononcer les paroles saintes ; ὅσιόν ἐστιν <i>ou simpl.</i> ὅσιον cela est juste <i>ou</i> permis, il n’y a point de loi divine qui s'y oppose : [[οὐχ]] ὅσιον ποιοῦμαι <i>ou</i> ἡγοῦμαι, suivi de l'inf. HDT je tiens pour impie de ; <i>de même</i> [[οὐ]] [[θέμις]] οὐδ’ ὅσιον SOPH cela n’est permis par aucune loi divine ; ὅσιά [[τε]] καὶ νόμιμα, usages conformes au droit divin et humain ; τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια THC les lois divines et humaines;<br /><b>2</b> consacré : [[χωρίον]] ὅσιον XÉN territoire consacré;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> pieux, religieux;<br /><b>2</b> juste, honnête ; avec le gén. : ἱερῶν πατρῴων [[ὅσιος]] ESCHL qui tient en honneur les saintes coutumes de ses pères;<br /><b>3</b> pur : [[οἱ]] ὅσιοι, les purs, <i>n. de prêtres à Delphes</i>;<br /><i>Cp.</i> ὁσιώτερος.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅσιος:''' 3, реже<br /><b class="num">1)</b> [[установленный богами]] (для людей), ритуальный, священный (θοῖναι Aesch.; λουτρά Soph.; καθαρμοί Eur.): [[μέλος]] ὅσιον Arph. молитвенное песнопение;<br /><b class="num">2)</b> [[благочестивый]], [[набожный]] ([[βίος]] Plat.; τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅσια Polyb.): ὅσιοι καὶ ἀλήθειαν ἀσκοῦντες Xen. (люди) благочестивые и праведные; οὐχ ὅ. Eur. нечестивый, бесчестный, недостойный;<br /><b class="num">3)</b> [[освященный]] ([[χωρίον]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> подвергшийся очищению, (ритуально) чистый (χεῖρες Soph.): οἱ ὅσιοι Plut. чистые (о жрецах Дельфийского храма);<br /><b class="num">5)</b> [[посвященный]], [[священный]] (Παλλάδος [[ὁσία]] [[πόλις]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[преисполненный благоговения или уважения]], [[почтительный]] (εἴς и περί τινα Eur.): ἱερῶν πατρῴων ὅ. Aesch. свято чтущий (чтивший) священные обычаи предков;<br /><b class="num">7)</b> дозволенный или одобряемый богами, т. е. честный, правильный, нравственно безупречный (ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσια δὲ καὶ λέγειν Her.): τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια Thuc. законы божеские и человеческие. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅσιος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> καθαγιασμένος, επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, σε Θέογν., Τραγ.· οὐχ [[ὅσιος]], [[μιαρός]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> αντίθ. προς το [[δίκαιος]] (επικυρωμένος από τον ανθρώπινο νόμο), επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, <i>τὰ ὅσια καὶ δίκαια</i>, πράγματα που υπάγονται στον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο, σε Πλάτ.· <i>θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν</i>, [[εκπληρώνω]] ένα [[καθήκον]] που οι άνθρωποι οφείλουν στους θεούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς το [[ἱερός]] (λέγεται αποκλειστικά για θεούς), επιτρεπτός ή μη απαγορευμένος από τον θεϊκό νόμο, <i>ἱερὰ καὶ ὅσια</i>, πράγματα θεϊκά και εγκόσμια, κοσμικά, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ὅσιόν</i> ή <i>ὅσιά</i> (<i>ἐστι</i>), ακολουθ. από απαρ., είναι νόμιμο, Λατ. [[fas]] est, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[οὐκ ὅσιόν ἐστι]], Λατ. [[nefas]] est, στον ίδ.· ὅσιον [[χωρίον]], [[τόπος]] που μπορεί να πατηθεί [[χωρίς]] [[διάπραξη]] ασέβειας, και [[επομένως]] = [[βέβηλος]], Λατ. [[profanus]], σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>ὅσια ποιέειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>φρονεῖν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ευσεβής]], [[θεοσεβής]], θρησκευλαβής, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγνός]], ἱερῶν πατρῴων [[ὅσιος]], [[ευλαβής]] στην [[επιτέλεση]] τελετουργιών των προγόνων του, σε Αισχύλ.· <i>ὅσιαιχεῖρες</i>, αγνά, αμόλυντα χέρια, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ὁσίως]], σε Ευρ. κ.λπ.· οὐχ [[ὁσίως]], σε Θουκ.· [[ὁσίως]] [[ἔχει]] τινι, με απαρ., είναι επιτρεπτό για κάποιον να πράξει [[κάτι]], σε Ξεν.· επίσης, το <i>ὅσια</i>, ως επίρρ., ἐξ [[ἐμοῦ]] οὐχ ὅσι' ἔθνησκες, με ανόσιο τρόπο, σε Ευρ.· συγκρ. <i>ὁσιώτερον</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>ὡς ὁσιώτατα</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὅσιος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> καθαγιασμένος, επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, σε Θέογν., Τραγ.· οὐχ [[ὅσιος]], [[μιαρός]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> αντίθ. προς το [[δίκαιος]] (επικυρωμένος από τον ανθρώπινο νόμο), επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, <i>τὰ ὅσια καὶ δίκαια</i>, πράγματα που υπάγονται στον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο, σε Πλάτ.· <i>θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν</i>, [[εκπληρώνω]] ένα [[καθήκον]] που οι άνθρωποι οφείλουν στους θεούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς το [[ἱερός]] (λέγεται αποκλειστικά για θεούς), επιτρεπτός ή μη απαγορευμένος από τον θεϊκό νόμο, <i>ἱερὰ καὶ ὅσια</i>, πράγματα θεϊκά και εγκόσμια, κοσμικά, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ὅσιόν</i> ή <i>ὅσιά</i> (<i>ἐστι</i>), ακολουθ. από απαρ., είναι νόμιμο, Λατ. [[fas]] est, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[οὐκ ὅσιόν ἐστι]], Λατ. [[nefas]] est, στον ίδ.· ὅσιον [[χωρίον]], [[τόπος]] που μπορεί να πατηθεί [[χωρίς]] [[διάπραξη]] ασέβειας, και [[επομένως]] = [[βέβηλος]], Λατ. [[profanus]], σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>ὅσια ποιέειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>φρονεῖν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ευσεβής]], [[θεοσεβής]], θρησκευλαβής, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγνός]], ἱερῶν πατρῴων [[ὅσιος]], [[ευλαβής]] στην [[επιτέλεση]] τελετουργιών των προγόνων του, σε Αισχύλ.· <i>ὅσιαιχεῖρες</i>, αγνά, αμόλυντα χέρια, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ὁσίως]], σε Ευρ. κ.λπ.· οὐχ [[ὁσίως]], σε Θουκ.· [[ὁσίως]] [[ἔχει]] τινι, με απαρ., είναι επιτρεπτό για κάποιον να πράξει [[κάτι]], σε Ξεν.· επίσης, το <i>ὅσια</i>, ως επίρρ., ἐξ [[ἐμοῦ]] οὐχ ὅσι' ἔθνησκες, με ανόσιο τρόπο, σε Ευρ.· συγκρ. <i>ὁσιώτερον</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>ὡς ὁσιώτατα</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |