δατέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δατέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> μοιράζομαι [[κάτι]] με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» — κι αυτοί μοιράζονταν [[πολλά]] κομμάτια [[κρέας]])<br /><b>2.</b> [[κόβω]] στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» — τον έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες)<br /><b>3.</b> [[διαιρώ]], [[χωρίζω]] («τρεῑς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν» — [[αφού]] χώρισαν το πεζικό σε [[τρία]] τμήματα)<br /><b>4.</b> διαιρούμαι, χωρίζομαι («ἡ ἰατρικὴ κατὰ [[τάδε]] [[δέδασται]]» — η ιατρική έχει χωριστεί στις [[εξής]] ειδικότητες)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένος]] Ἄρηος δατέονται» — έχουν μοιραστεί το [[μένος]] του Άρη, [[είναι]] γεμάτοι πολεμική [[ορμή]]<br />β) «ἡμίονοι... χθόνα ποσὶ δατεῡντο» — μετρούσαν τη γη με τα πόδια τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[δατέομαι]] συνδέεται πιθ. με τα [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] II), [[δάπτω]]. Σχηματίστηκε δηλ. από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δᾰ</i>- της ρίζας <i>d</i><i>ā</i>(<i>i</i>) - / <i>d∂</i><sub>2</sub>(<i>i</i>) - «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]», η οποία απαντά και στα [[δήμος]], [[δάμος]], ενώ το -<i>τ</i>- αποτελεί υοτερογενές ονοματικό [[επίθημα]]. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό με το ρ. [[πατέομαι]]. Η [[σύνδεση]] της με γοτθ. <i>ungatass</i> «[[άτακτος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>zetten</i> «[[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]]» και άλλες γερμανικές λέξεις [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Το [[ρήμα]] ήταν άγνωστο στην αττική διάλεκτο και σπάνιο στους τραγικούς, ενώ απαντά στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Παράγωγο του [[δατέομαι]] [[είναι]] και η λ. [[δασμός]].
|mltxt=[[δατέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> μοιράζομαι [[κάτι]] με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» — κι αυτοί μοιράζονταν [[πολλά]] κομμάτια [[κρέας]])<br /><b>2.</b> [[κόβω]] στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» — τον έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες)<br /><b>3.</b> [[διαιρώ]], [[χωρίζω]] («τρεῖς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν» — [[αφού]] χώρισαν το πεζικό σε [[τρία]] τμήματα)<br /><b>4.</b> διαιρούμαι, χωρίζομαι («ἡ ἰατρικὴ κατὰ [[τάδε]] [[δέδασται]]» — η ιατρική έχει χωριστεί στις [[εξής]] ειδικότητες)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μένος]] Ἄρηος δατέονται» — έχουν μοιραστεί το [[μένος]] του Άρη, [[είναι]] γεμάτοι πολεμική [[ορμή]]<br />β) «ἡμίονοι... χθόνα ποσὶ δατεῡντο» — μετρούσαν τη γη με τα πόδια τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[δατέομαι]] συνδέεται πιθ. με τα [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] II), [[δάπτω]]. Σχηματίστηκε δηλ. από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δᾰ</i>- της ρίζας <i>d</i><i>ā</i>(<i>i</i>) - / <i>d∂</i><sub>2</sub>(<i>i</i>) - «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]», η οποία απαντά και στα [[δήμος]], [[δάμος]], ενώ το -<i>τ</i>- αποτελεί υοτερογενές ονοματικό [[επίθημα]]. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό με το ρ. [[πατέομαι]]. Η [[σύνδεση]] της με γοτθ. <i>ungatass</i> «[[άτακτος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>zetten</i> «[[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]]» και άλλες γερμανικές λέξεις [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Το [[ρήμα]] ήταν άγνωστο στην αττική διάλεκτο και σπάνιο στους τραγικούς, ενώ απαντά στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Παράγωγο του [[δατέομαι]] [[είναι]] και η λ. [[δασμός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm