kill: Difference between revisions

14 bytes removed ,  7 August 2017
m
Text replacement - "<b class="b2">Hec.</b>" to "''Hec.''"
(CSV4)
m (Text replacement - "<b class="b2">Hec.</b>" to "''Hec.''")
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_468.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_468.jpg}}]]'''v. trans.'''
|Text=[[File:woodhouse_468.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_468.jpg}}]]'''v. trans.'''
P. and V. ἀποκτείνειν, φονεύειν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, φθείρειν, [[διαφθείρω|διαφθείρειν]], καταφθείρειν (Plat. but rare P.), σφάζειν, ἐπισφάζειν, [[ἀπόλλυμι|ἀπολλύναι]], ἐξολλύναι, διολλύναι, κατεργάζεσθαι, Ar. and V. κτείνειν (also Plat. but rare P.), V. κατακτείνειν, ἐξαπολλύναι, ὀλλύναι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατασφάζειν, καταφονεύειν, καίνειν (also. Xen.), ἐναίρειν, ἐναρίζειν, νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν), αἱρεῖν (Eur., <b class="b2">Hec.</b> 886), Ar. and P. ἀποσφάζειν, P. ἀποκτιννύναι, διαχρῆσθαι; see [[destroy]].
P. and V. ἀποκτείνειν, φονεύειν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, φθείρειν, [[διαφθείρω|διαφθείρειν]], καταφθείρειν (Plat. but rare P.), σφάζειν, ἐπισφάζειν, [[ἀπόλλυμι|ἀπολλύναι]], ἐξολλύναι, διολλύναι, κατεργάζεσθαι, Ar. and V. κτείνειν (also Plat. but rare P.), V. κατακτείνειν, ἐξαπολλύναι, ὀλλύναι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατασφάζειν, καταφονεύειν, καίνειν (also. Xen.), ἐναίρειν, ἐναρίζειν, νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν), αἱρεῖν (Eur., ''Hec.'' 886), Ar. and P. ἀποσφάζειν, P. ἀποκτιννύναι, διαχρῆσθαι; see [[destroy]].
<b class="b2">Killed</b>: see [[dead]], [[fallen]].
<b class="b2">Killed</b>: see [[dead]], [[fallen]].
<b class="b2">Be killed</b>: Ar. and P. ἀποθνήσκειν, V. θνήσκειν (<b class="b2">rare</b> Ar.); <b class="b2">die.</b>
<b class="b2">Be killed</b>: Ar. and P. ἀποθνήσκειν, V. θνήσκειν (<b class="b2">rare</b> Ar.); <b class="b2">die.</b>