kill
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀποκτείνειν, φονεύειν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, φθείρειν, διαφθείρω, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plato but rare P.), σφάζειν, ἐπισφάζειν, ἀπόλλυμι, ἀπολλύναι, ἐξολλύναι, διολλύναι, κατεργάζεσθαι, Ar. and V. κτείνειν (also Plato but rare P.), V. κατακτείνειν, ἐξαπολλύναι, ὀλλύναι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατασφάζειν, καταφονεύειν, καίνειν (also. Xen.), ἐναίρειν, ἐναρίζειν, νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν), αἱρεῖν (Euripides, Hecuba 886), Ar. and P. ἀποσφάζειν, P. ἀποκτιννύναι, διαχρῆσθαι; see destroy.
be killed: Ar. and P. ἀποθνήσκειν, V. θνήσκειν (Ar.); die.
kill in return: P. and V. ἀνταποκτείνειν, V. ἀνταναλίσκειν.
help in killing: V. συμφονεύειν, συγκατακτείνειν.
kill with othere: V. συμφονεύειν (acc. and dat.).
be killed with others: V. συσφαγῆναι (dat.) (2nd aor. pass. συσφάζειν).