kill

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for kill - Opens in new window

verb transitive

P. and V. ἀποκτείνειν, φονεύειν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, φθείρειν, διαφθείρω, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plato but rare P.), σφάζειν, ἐπισφάζειν, ἀπόλλυμι, ἀπολλύναι, ἐξολλύναι, διολλύναι, κατεργάζεσθαι, Ar. and V. κτείνειν (also Plato but rare P.), V. κατακτείνειν, ἐξαπολλύναι, ὀλλύναι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατασφάζειν, καταφονεύειν, καίνειν (also. Xen.), ἐναίρειν, ἐναρίζειν, νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν), αἱρεῖν (Euripides, Hecuba 886), Ar. and P. ἀποσφάζειν, P. ἀποκτιννύναι, διαχρῆσθαι; see destroy.

killed: see dead, fallen.

be killed: Ar. and P. ἀποθνήσκειν, V. θνήσκειν (Ar.); die.

kill in return: P. and V. ἀνταποκτείνειν, V. ἀνταναλίσκειν.

help in killing: V. συμφονεύειν, συγκατακτείνειν.

kill with othere: V. συμφονεύειν (acc. and dat.).

be killed with others: V. συσφαγῆναι (dat.) (2nd aor. pass. συσφάζειν).