τόρνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> βασική εργαλειομηχανή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για [[ποικιλία]] [[εργασιών]] τόρνευσης, μετωπικής κατεργασίας και διάτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εργαλείο]] τών ξυλουργών, τών γλυπτών και τών οικοδόμων, ανάλογο με τον σημερινό διαβήτη («[[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[εργαλείο]] του τορνευτή («[[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] κατασκευασμένο με το [[εργαλείο]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κύκλου [[τόρνος]]» — το [[κέντρο]] του κύκλου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της ξυλουργικής, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[διατρυπώ]], [[τρίβω]], [[τρίβω]] κάνοντας κυκλικές, περιστροφικές κινήσεις, [[στρέφω]], [[γυρίζω]]» του ρ. [[τείρω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>) με [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρᾶ</i>-<i>νος</i>). Η λ. [[τόρνος]] και τα παράγωγά της συγχέονται ορισμένες φορές με τους συγγενείς μορφολογικώς τ. που προέρχονται από τη λ. [[τόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[τορεύω]] - [[τορνεύω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tornus</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> βασική εργαλειομηχανή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για [[ποικιλία]] [[εργασιών]] τόρνευσης, μετωπικής κατεργασίας και διάτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εργαλείο]] τών ξυλουργών, τών γλυπτών και τών οικοδόμων, ανάλογο με τον σημερινό διαβήτη («[[κύκλος]] τις ὡς τόρνοισιν ἐκμετρούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[εργαλείο]] του τορνευτή («[[ἄξων]] ἀπὸ τόρνου εἰργασμένος», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] κατασκευασμένο με το [[εργαλείο]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κύκλου [[τόρνος]]» — το [[κέντρο]] του κύκλου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της ξυλουργικής, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[διατρυπώ]], [[τρίβω]], [[τρίβω]] κάνοντας κυκλικές, περιστροφικές κινήσεις, [[στρέφω]], [[γυρίζω]]» του ρ. [[τείρω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>) με [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[θρᾶνος]]). Η λ. [[τόρνος]] και τα παράγωγά της συγχέονται ορισμένες φορές με τους συγγενείς μορφολογικώς τ. που προέρχονται από τη λ. [[τόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[τορεύω]] - [[τορνεύω]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tornus</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm