3,274,201
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεονεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i> ([[πλεονέκτης]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα απ' όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, [[αποκτώ]] ή έχω περισσότερα, είμαι [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης [[κερδίζω]] ή έχω κάποιο [[πλεονέκτημα]], [[χωρίς]] κάποια αρνητική [[σημασία]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα από κάποιο [[πράγμα]], έχω ή [[απαιτώ]] μεγαλύτερο [[μερίδιο]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. προσ., έχω ή [[κερδίζω]] [[πλεονέκτημα]] πάνω από κάποιον, | |lsmtext='''πλεονεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i> ([[πλεονέκτης]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα απ' όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, [[αποκτώ]] ή έχω περισσότερα, είμαι [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης [[κερδίζω]] ή έχω κάποιο [[πλεονέκτημα]], [[χωρίς]] κάποια αρνητική [[σημασία]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα από κάποιο [[πράγμα]], έχω ή [[απαιτώ]] μεγαλύτερο [[μερίδιο]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. προσ., έχω ή [[κερδίζω]] [[πλεονέκτημα]] πάνω από κάποιον, τῶν ἐχθρῶν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εξαπατώ]], [[λαμβάνω]] με [[απάτη]], σε Μένανδρ., Κ.Δ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |