πλεονεκτέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλεονεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i> ([[πλεονέκτης]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα απ' όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, [[αποκτώ]] ή έχω περισσότερα, είμαι [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης [[κερδίζω]] ή έχω κάποιο [[πλεονέκτημα]], [[χωρίς]] κάποια αρνητική [[σημασία]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα από κάποιο [[πράγμα]], έχω ή [[απαιτώ]] μεγαλύτερο [[μερίδιο]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. προσ., έχω ή [[κερδίζω]] [[πλεονέκτημα]] πάνω από κάποιον, [[τῶν]] ἐχθρῶν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εξαπατώ]], [[λαμβάνω]] με [[απάτη]], σε Μένανδρ., Κ.Δ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''πλεονεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> και <i>-ήσομαι</i> ([[πλεονέκτης]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα απ' όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, [[αποκτώ]] ή έχω περισσότερα, είμαι [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης [[κερδίζω]] ή έχω κάποιο [[πλεονέκτημα]], [[χωρίς]] κάποια αρνητική [[σημασία]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., έχω ή [[απαιτώ]] περισσότερα από κάποιο [[πράγμα]], έχω ή [[απαιτώ]] μεγαλύτερο [[μερίδιο]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. προσ., έχω ή [[κερδίζω]] [[πλεονέκτημα]] πάνω από κάποιον, τῶν ἐχθρῶν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εξαπατώ]], [[λαμβάνω]] με [[απάτη]], σε Μένανδρ., Κ.Δ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls