3,274,916
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (ΑM [[μείων]], -ον, Α και σπαν. [[μειότερος]], -[[τέρα]], -τερον)<br />(ανώμ. συγκρ. του [[μικρός]] ή [[ολίγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθ.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[μείον]]<br />το [[σημείο]] της αφαίρεσης, που παριστάνεται με το [[σύμβολο]] -, αλλ. [[πλην]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μικρότερος]] ή λιγότερος («μειόνων επαίνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μικρότερη [[ηλικία]], ο [[νεώτερος]] («χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μεῖον [[γεγώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῖον</i><br />λιγότερο («μεῖον ἰσχύσειν [[Διός]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μειόνως]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μειόνως]] ἔχω» — [[είμαι]] μικρότερης αξίας (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το συγκριτικό επίθ. [[μείων]] ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mei</i>- «[[ελαττώνω]], [[μειώνω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>yate</i> «[[ελαττώνω]]». Το επίθ. όμως μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές: <i>meujo</i>, <i>mewijo</i>, πληθ. <i>mewijoe</i>, <i>meujoe</i> και πληθ. ουδ. <i>meujoa</i>, [[γεγονός]] που οδηγεί πιθ. σε ΙΕ τ. <i>meiw</i>-<i>ijos</i> (<i>μειF</i>-<i>ijos</i>) για τη Μυκηναϊκή και <i>meiw</i>-<i>yos</i> (<i>μειF</i>-<i>jos</i>) για την αλφαβητική Ελληνική. Το [[στοιχείο]] -<i>eu</i>/<i>u</i>-—που ίσως [[είναι]] [[επίθημα]]— απαντά [[επίσης]] και σε έναν αμάρτ. ενεστ. <i>mineumi</i>, ίχνη του οποίου μαρτυρούνται στο λατ. <i>minu</i><i>ō</i> «[[μειώνω]]» [[καθώς]] και στο ελλ. <i>μινύω</i> > [[μινύθω]]. Εξάλλου, το αρχ. ινδ. <i>min</i><i>ā</i><i>ti</i> —που αντιστοιχεί εν μέρει με το [[μείων]]— λόγω της παρουσίας του στοιχείου -<i>n</i>-οδήγησε στο να διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. [[μείων]] προέρχεται από αμάρτ. <i>μείνων</i> με [[αποβολή]] του -<i>ν</i>-, αναλογικά [[προς]] τον τ. [[πλείων]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἀμείνων]]). Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, ο τ. [[μείων]] προέρχεται από αμάρτ. <i>meyyos</i>, ενώ το -<i>ω</i>- της Μυκηναϊκής [[είναι]] [[προϊόν]] αναλογίας. Το ουδ. [[μεῖον]] με τη [[μορφή]] <i>μειο</i>- ([[πρβλ]]. [[μειοδότης]]) [[πριν]] από [[σύμφωνο]] και <i>μειον</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ον (ΑM [[μείων]], -ον, Α και σπαν. [[μειότερος]], -[[τέρα]], -τερον)<br />(ανώμ. συγκρ. του [[μικρός]] ή [[ολίγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθ.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[μείον]]<br />το [[σημείο]] της αφαίρεσης, που παριστάνεται με το [[σύμβολο]] -, αλλ. [[πλην]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μικρότερος]] ή λιγότερος («μειόνων επαίνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μικρότερη [[ηλικία]], ο [[νεώτερος]] («χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μεῖον [[γεγώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῖον</i><br />λιγότερο («μεῖον ἰσχύσειν [[Διός]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μειόνως]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μειόνως]] ἔχω» — [[είμαι]] μικρότερης αξίας (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το συγκριτικό επίθ. [[μείων]] ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mei</i>- «[[ελαττώνω]], [[μειώνω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>yate</i> «[[ελαττώνω]]». Το επίθ. όμως μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές: <i>meujo</i>, <i>mewijo</i>, πληθ. <i>mewijoe</i>, <i>meujoe</i> και πληθ. ουδ. <i>meujoa</i>, [[γεγονός]] που οδηγεί πιθ. σε ΙΕ τ. <i>meiw</i>-<i>ijos</i> (<i>μειF</i>-<i>ijos</i>) για τη Μυκηναϊκή και <i>meiw</i>-<i>yos</i> (<i>μειF</i>-<i>jos</i>) για την αλφαβητική Ελληνική. Το [[στοιχείο]] -<i>eu</i>/<i>u</i>-—που ίσως [[είναι]] [[επίθημα]]— απαντά [[επίσης]] και σε έναν αμάρτ. ενεστ. <i>mineumi</i>, ίχνη του οποίου μαρτυρούνται στο λατ. <i>minu</i><i>ō</i> «[[μειώνω]]» [[καθώς]] και στο ελλ. <i>μινύω</i> > [[μινύθω]]. Εξάλλου, το αρχ. ινδ. <i>min</i><i>ā</i><i>ti</i> —που αντιστοιχεί εν μέρει με το [[μείων]]— λόγω της παρουσίας του στοιχείου -<i>n</i>-οδήγησε στο να διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. [[μείων]] προέρχεται από αμάρτ. <i>μείνων</i> με [[αποβολή]] του -<i>ν</i>-, αναλογικά [[προς]] τον τ. [[πλείων]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἀμείνων]]). Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, ο τ. [[μείων]] προέρχεται από αμάρτ. <i>meyyos</i>, ενώ το -<i>ω</i>- της Μυκηναϊκής [[είναι]] [[προϊόν]] αναλογίας. Το ουδ. [[μεῖον]] με τη [[μορφή]] <i>μειο</i>- ([[πρβλ]]. [[μειοδότης]]) [[πριν]] από [[σύμφωνο]] και <i>μειον</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] ([[πρβλ]]. [[μειονέκτης]]) εμφανίζεται ως α' συνθετικό ονομάτων και ρημάτων προσδίδοντας τη σημ. της μείωσης στο β' συνθετικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μειονότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>μειο</i>(<i>ν</i>)-: [[μείουρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειονέκτης]], [[μειόφρων]], [[μειώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μειοδότης]], [[μειοψηφία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[υπομείων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |