μηλάγριον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλάγριον''': τό, = ἄγριον [[μῆλον]], κοινῶς «ἀγριόμηλον», Κύριλλ. Μον. ἐν βίῳ Ἰω. Σιλέντ., Actt. SS. Maii t. 3. σ. 18, 38.
|lstext='''μηλάγριον''': τό, = [[ἄγριον]] [[μῆλον]], κοινῶς «ἀγριόμηλον», Κύριλλ. Μον. ἐν βίῳ Ἰω. Σιλέντ., Actt. SS. Maii t. 3. σ. 18, 38.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλάγριον]], τὸ (ΑΜ)<br />άγριο [[μήλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ἄγριον]] ([[πρβλ]]. [[μελεάγριον]])].
|mltxt=[[μηλάγριον]], τὸ (ΑΜ)<br />άγριο [[μήλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ἄγριον]] ([[πρβλ]]. [[μελεάγριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 24 October 2024

Greek (Liddell-Scott)

μηλάγριον: τό, = ἄγριον μῆλον, κοινῶς «ἀγριόμηλον», Κύριλλ. Μον. ἐν βίῳ Ἰω. Σιλέντ., Actt. SS. Maii t. 3. σ. 18, 38.

Greek Monolingual

μηλάγριον, τὸ (ΑΜ)
άγριο μήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (Ι) + ἄγριον (πρβλ. μελεάγριον)].