3,273,735
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύτης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ὀξύς]], ἐπὶ ὀξειῶν γωνιῶν, Πλάτ. Τίμ. 61Ε. ΙΙ. ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων, 1) ἐπὶ ἤχου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βαρύτης]], ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 17C, Θεαιτ. 163C· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 399Α. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) ἐπὶ ὁράσεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 1. ΙΙΙ. μεταφορ. ταχύτης ἀντιλήψεως, ὀξύνοια, τῆς ψυχῆς Πλάτ. Χαρμ. 160Α· διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ’ ὀξύτητι Φιλοστέφανος ἐν «Δηλίῳ» 1· ὀξ. ἐς τὰ πολιτικὰ Λουκ. Εἰκόν. 17. 2) ἐπὶ κινήσεως, ταχύτης, Πλάτ. Χαρμ. 160Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ ἐνεργείας, ταχύτης, ὁρμητικότης, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 56D, κ. ἀλλ. ἐν τῷ πληθ., Δημ 730. 18. 4) ἐπὶ χρόνου, ἡ ὀξ. τῶν καιρῶν, ἡ ἀκριβὴς [[στιγμή]], Διόδ. 15. 43. IV. = [[ὀξεῖα]], ἡ, ἴδε ἐν λ. ὀξὺς ΙΙ. 3 γ. | |lstext='''ὀξύτης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ὀξύς]], ἐπὶ ὀξειῶν γωνιῶν, Πλάτ. Τίμ. 61Ε. ΙΙ. ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων, 1) ἐπὶ ἤχου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[βαρύτης]], ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 17C, Θεαιτ. 163C· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 399Α. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) ἐπὶ ὁράσεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 1. ΙΙΙ. μεταφορ. ταχύτης ἀντιλήψεως, ὀξύνοια, τῆς ψυχῆς Πλάτ. Χαρμ. 160Α· διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ’ ὀξύτητι Φιλοστέφανος ἐν «Δηλίῳ» 1· ὀξ. ἐς τὰ πολιτικὰ Λουκ. Εἰκόν. 17. 2) ἐπὶ κινήσεως, ταχύτης, Πλάτ. Χαρμ. 160Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ ἐνεργείας, ταχύτης, ὁρμητικότης, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 56D, κ. ἀλλ. ἐν τῷ πληθ., Δημ 730. 18. 4) ἐπὶ χρόνου, ἡ ὀξ. τῶν καιρῶν, ἡ ἀκριβὴς [[στιγμή]], Διόδ. 15. 43. IV. = [[ὀξεῖα]], ἡ, ἴδε ἐν λ. ὀξὺς ΙΙ. 3 γ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀξύτης]], -ητος) [[οξύς]]<br /><b>1.</b> (για πράγματα και σχήματα) η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του οξέος, του αιχμηρού, [[αιχμηρότητα]]<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] έντονο, ισχυρό («η [[οξύτητα]] του ήχου»)<br /><b>3.</b> η [[ξινάδα]], το όξινο («τὴν ὀξύτητα τοῦ οἴνου», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βιαιότητα]], [[σφοδρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> α) η [[τάση]], η [[ιδιότητα]] μιας ουσίας να δρα ως οξύ<br />β) ο [[βαθμός]] συγκέντρωσης μιας τέτοιας ουσίας, που [[είναι]] διαλυμένη σε έναν διαλύτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οξύνοια]], [[εξυπνάδα]]<br /><b>2.</b> [[ταχύτητα]]<br /><b>3.</b> [[ορμητικότητα]]<br /><b>4.</b> ο [[οξύς]] [[τόνος]], η [[οξεία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[ὀξύτης]] τῶν καιρῶν» — η κατάλληλη, η ευνοϊκή [[στιγμή]], η [[ευκαιρία]]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |