ὀξύτης

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύτης Medium diacritics: ὀξύτης Low diacritics: οξύτης Capitals: ΟΞΥΤΗΣ
Transliteration A: oxýtēs Transliteration B: oxytēs Transliteration C: oksytis Beta Code: o)cu/ths

English (LSJ)

ὀξύτητος, ἡ,
A sharpness, pointedness, of acute angles, Pl.Ti. 61e, cf. 56d.
II of the senses,
1 of sound, sharpness, opp. βαρύτης, Id.Phlb. 17c, Tht. 163c.
2 of taste, pungency, acidity, in plural, Hp.VM19, Acut.61, cf. Gal.11.656.
3 of sight, Arist.HA 492a4.
III metaph., sharpness, cleverness, τῆς ψυχῆς Phld.Rh. 2.31 S.; σκέψεως ibid.; διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ' ὀξύτητι Philosteph. Com.I; ὀξύτης ἐς τὰ πολιτικά Luc.Im.17.
IV quickness, of motion, action, or occurrence, Critias 37 D., Pl.Chrm.160b, Plt.306c, al.; ταῖς ὀξύτησι.. ἀκολουθεῖν D.24.95; ἡ ὀξύτης τοῦ καιροῦ = the pressing occasion, Plu.Pyrrh. 2, D.S.15.43.
V = ὀξεῖα, ἡ, v. ὀξύς II.3d, A.D.Adv. 138.16, cf. Arist.Po.1456b33: pl., Pl.Cra.399a.

German (Pape)

[Seite 355] ὀξύτητος, ἡ, die Schärfe, Spitze; γωνιῶν, Plat. Tim. 61 e; vom Tone, die Höhe, Gegensatz von βαρύτης, Phil. 17 c Theaet. 163 b; die Schnelligkeit, καὶ τάχος, Charm. 160 b; ἡ δ' ἀγχίνοια οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς, ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία, ibd. a, schnelle Beweglichkeit; ὁ ὄχλος ὀξύτητι καὶ πικρίᾳ διαφέρων, Pol. 6, 44, 9; ψυχῆς, Scharfsinn, D. L. 8, 13; – ἐὰν παρῶσι τὴν ὀξύτητα τῶν καιρῶν, D. Sic. 15, 43, der schnell vorübergehende günstige Augenblick, vgl. ταῖς ὀξύτησι καὶ τοῖς τοῦ πολέμου καιροῖς ἀκολουθεῖν, Dem. 94, 95.

French (Bailly abrégé)

ὀξύτητος (ἡ) :
I. forme aiguë, pointe;
II. p. anal. 1 en parl. de sensations physiques, de la douleur acuité, force, intensité ; en parl. du son élévation ; t. de gramm. accentuation avec l'accent aigu ; en parl. de saveur acidité, aigreur ; en parl. de mouvement rapidité;
2 en parl. de l'intelligence pénétration d'esprit, promptitude à comprendre.
Étymologie: ὀξύς.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύτης: ὀξύτητος (ῠ) ἡ
1 заостренность, острота (γωνιῶν Plat.);
2 муз. высота (τῆς φωνῆς Plat.);
3 острота, зоркость (ὄψεως Arst.);
4 восприимчивость, способность, одаренность (τῆς ψυχῆς Plat.);
5 быстрота, стремительность, скорость (ὀ. καὶ τάχος Plat.);
6 внезапность (τῶν καιρῶν Diod.);
7 неожиданная случайность (αἱ ὀξύτητες καὶ οἱ τοῦ πολέμου καιροί Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύτης: ὀξύτητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀξύς, ἐπὶ ὀξειῶν γωνιῶν, Πλάτ. Τίμ. 61Ε. ΙΙ. ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων, 1) ἐπὶ ἤχου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύτης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 17C, Θεαιτ. 163C· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 399Α. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) ἐπὶ ὁράσεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 1. ΙΙΙ. μεταφορ. ταχύτης ἀντιλήψεως, ὀξύνοια, τῆς ψυχῆς Πλάτ. Χαρμ. 160Α· διαφέροντα τῇ τέχνῃ τῇ τ’ ὀξύτητι Φιλοστέφανος ἐν «Δηλίῳ» 1· ὀξ. ἐς τὰ πολιτικὰ Λουκ. Εἰκόν. 17. 2) ἐπὶ κινήσεως, ταχύτης, Πλάτ. Χαρμ. 160Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ ἐνεργείας, ταχύτης, ὁρμητικότης, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 56D, κ. ἀλλ. ἐν τῷ πληθ., Δημ 730. 18. 4) ἐπὶ χρόνου, ἡ ὀξ. τῶν καιρῶν, ἡ ἀκριβὴς στιγμή, Διόδ. 15. 43. IV. = ὀξεῖα, ἡ, ἴδε ἐν λ. ὀξὺς ΙΙ. 3 γ.

Greek Monolingual

η (Α ὀξύτης, ὀξύτητος) οξύς
1. (για πράγματα και σχήματα) η ιδιότητα ή η κατάσταση του οξέος, του αιχμηρού, αιχμηρότητα
2. το να είναι κάτι έντονο, ισχυρό («η οξύτητα του ήχου»)
3. η ξινάδα, το όξινο («τὴν ὀξύτητα τοῦ οἴνου», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. βιαιότητα, σφοδρότητα
2. χημ. α) η τάση, η ιδιότητα μιας ουσίας να δρα ως οξύ
β) ο βαθμός συγκέντρωσης μιας τέτοιας ουσίας, που είναι διαλυμένη σε έναν διαλύτη
αρχ.
1. οξύνοια, εξυπνάδα
2. ταχύτητα
3. ορμητικότητα
4. ο οξύς τόνος, η οξεία
5. φρ. «ἡ ὀξύτης τῶν καιρῶν» — η κατάλληλη, η ευνοϊκή στιγμή, η ευκαιρία.

Greek Monotonic

ὀξύτης: ὀξύτητος, ἡ (ὀξύς),·
I. οξύτητα, αιχμηρότητα, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ήχο, οξυφωνία, σε αντίθ. προς το βαρύτης, στον ίδ.
III. λέγεται για το νου, εξυπνάδα, ευφυΐα, ταχύτητα αντίληψης, οξύνοια, στον ίδ.
IV. λέγεται για κίνηση, ταχύτητα, γρηγοράδα, στον ίδ., Δημ.

Middle Liddell

ὀξύτης, ὀξύτητος, ἡ, ὀξύς
I. sharpness, pointedness, Plat.
II. of sound, sharpness, opp. to βαρύτης, Plat.
III. of the mind, sharpness, cleverness, Plat.
IV. of motion, quickness, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

quickness, sharpness, shrewdness, mark on syllable to show accent, of sound, quickness of intellect, quickness of intelligence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)