πλεκτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεκτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[πλεχτός]] Ν [[πλέκω]]<i>Μ</i> αυτός που κατασκευάζεται με [[πλέξιμο]] (α. «πλεκτό [[καλάθι]]» β. «[[ἔπειτα]] [[μήτηρ]] καὶ γυνὴ διπλοῦν [[ἔπος]], πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πλεκτή]]<br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] πλέγματος ισχυρότερο από το συνηθισμένο, αλλ. [[πλεξίδα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πλεκτό</i><br />[[ένδυμα]] κατασκευασμένο με [[πλέξιμο]], με ή [[χωρίς]] [[μανίκια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλεκτή]] [[ομοιοκαταληξία]]» — [[μορφή]] ομοιοκαταληξίας [[κατά]] την οποία ο [[πρώτος]] [[στίχος]] ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο [[δεύτερος]] με τον [[τέταρτο]], ο [[πέμπτος]] με τον έβδομο, ο [[έκτος]] με τον ὁγδοο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει συστραφεί και, [[κυρίως]] για [[άνθος]], ο πλεγμένος σε [[στέφανο]] («ἐλάας [[καρπὸς]] εἰώδης [[πάρα]], [[ἄνθη]] τε πλεκτά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[σπείρα]] («θανόντος ἐν πλεκταῑσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) συνεστραμμένο [[σχοινί]], [[κάλως]], [[παλαμάρι]]<br />γ) πλεκτό [[καλάθι]] ή [[δίχτυ]] για τα ψάρια, [[ψαροκόφινο]]<br />δ) το [[πλοκάμι]] του χταποδιού και άλλων θαλασσινών<br />ε) η [[ψάθα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεκτόν</i><br />το [[καλάθι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλεκταὶ στέγαι»<br />(σχετικά με τις σκυθικές άμαξες) ψάθινες κατοικίες («οἳ πλεκτὰς στέγας πεδάρσιοι ναίουσ' ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «πλεκτά σκεύη» — περιπεπλεγμένα [[σχοινιά]], καραβόσχοινα, παλαμάρια<br />γ) «πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]]» — η πλεκτική [[τέχνη]] της Αιγύπτου, [[δηλαδή]] η [[κατασκευή]] σχοινιών από πάπυρο.
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεκτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[πλεχτός]] Ν [[πλέκω]]<i>Μ</i> αυτός που κατασκευάζεται με [[πλέξιμο]] (α. «πλεκτό [[καλάθι]]» β. «[[ἔπειτα]] [[μήτηρ]] καὶ γυνὴ διπλοῦν [[ἔπος]], πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πλεκτή]]<br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] πλέγματος ισχυρότερο από το συνηθισμένο, αλλ. [[πλεξίδα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πλεκτό</i><br />[[ένδυμα]] κατασκευασμένο με [[πλέξιμο]], με ή [[χωρίς]] [[μανίκια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλεκτή]] [[ομοιοκαταληξία]]» — [[μορφή]] ομοιοκαταληξίας [[κατά]] την οποία ο [[πρώτος]] [[στίχος]] ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο [[δεύτερος]] με τον [[τέταρτο]], ο [[πέμπτος]] με τον έβδομο, ο [[έκτος]] με τον ὁγδοο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει συστραφεί και, [[κυρίως]] για [[άνθος]], ο πλεγμένος σε [[στέφανο]] («ἐλάας [[καρπὸς]] εἰώδης [[πάρα]], [[ἄνθη]] τε πλεκτά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[σπείρα]] («θανόντος ἐν πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) συνεστραμμένο [[σχοινί]], [[κάλως]], [[παλαμάρι]]<br />γ) πλεκτό [[καλάθι]] ή [[δίχτυ]] για τα ψάρια, [[ψαροκόφινο]]<br />δ) το [[πλοκάμι]] του χταποδιού και άλλων θαλασσινών<br />ε) η [[ψάθα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεκτόν</i><br />το [[καλάθι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλεκταὶ στέγαι»<br />(σχετικά με τις σκυθικές άμαξες) ψάθινες κατοικίες («οἳ πλεκτὰς στέγας πεδάρσιοι ναίουσ' ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «πλεκτά σκεύη» — περιπεπλεγμένα [[σχοινιά]], καραβόσχοινα, παλαμάρια<br />γ) «πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]]» — η πλεκτική [[τέχνη]] της Αιγύπτου, [[δηλαδή]] η [[κατασκευή]] σχοινιών από πάπυρο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm