ψιλήτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(c2)
 
(47c)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ὁ, gew. im plur. οἱ [[ψιλῆται]], = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ὁ, gew. im plur. οἱ [[ψιλῆται]], = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=και ψιλίτης, -ου, ὁ, Μ<br />[[στρατιώτης]] [[ελαφρά]] οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν<br />οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ [[ψιλῆται]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ψιλής]], -<i>ῆος</i>, με κατάλ. -<i>της</i>, ενώ ο τ. <i>ψιλῖται</i> [[κατά]] το <i>ὁπλίται</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, gew. im plur. οἱ ψιλῆται, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen, Sp.

Greek Monolingual

και ψιλίτης, -ου, ὁ, Μ
στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν
οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής, -ῆος, με κατάλ. -της, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται].