μάρναμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "<b class="b3">περί τινος</b>" to "περί τινος")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐμαρνάμην <i>et ao.</i> ἐμαρνάσθην;<br />combattre, lutter : τινι, [[ἐπί]] τινι, [[πρός]] τινα, contre qqn ; [[σύν]] τινι OD comme allié de qqn ; [[περί]] τινος, pour qqn <i>ou</i> pour qch ; <i>particul.</i> [[combattre en paroles]], [[se disputer]].<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, briser ; cf. <i>skr.</i> mrinâmi « je broie ».
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐμαρνάμην <i>et ao.</i> ἐμαρνάσθην;<br />combattre, lutter : τινι, ἐπί τινι, [[πρός]] τινα, contre qqn ; [[σύν]] τινι OD comme allié de qqn ; [[περί]] τινος, pour qqn <i>ou</i> pour qch ; <i>particul.</i> [[combattre en paroles]], [[se disputer]].<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, briser ; cf. <i>skr.</i> mrinâmi « je broie ».
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάρνᾰμαι:''' Επικ. προστ. [[μάρναο]], απαρ. <i>μάρνασθαι</i>, παρατ. <i>ἐμαρνάμην</i>, <i>-αο</i>, <i>-ατο</i>, Επικ. <i>μάρνατο</i>, γʹ δυϊκ. <i>ἐμαρνάσθην</i>, πληθ. <i>ἐμαρνάμεσθα</i>, Επικ. <i>μαρνάμεθα</i>, γʹ πληθ. <i>μάρναντο</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[πολεμώ]], [[μάχομαι]], <i>τινι</i>, με ή [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἐπί]] τινι, στο ίδ.· [[πρός]] τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καυγαδίζω]], [[λογομαχώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> σε Πίνδ., [[συναγωνίζομαι]], [[παλεύω]], [[προσπαθώ]] σκληρά για το καλύτερο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''μάρνᾰμαι:''' Επικ. προστ. [[μάρναο]], απαρ. <i>μάρνασθαι</i>, παρατ. <i>ἐμαρνάμην</i>, <i>-αο</i>, <i>-ατο</i>, Επικ. <i>μάρνατο</i>, γʹ δυϊκ. <i>ἐμαρνάσθην</i>, πληθ. <i>ἐμαρνάμεσθα</i>, Επικ. <i>μαρνάμεθα</i>, γʹ πληθ. <i>μάρναντο</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[πολεμώ]], [[μάχομαι]], <i>τινι</i>, με ή [[εναντίον]] κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, στο ίδ.· [[πρός]] τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καυγαδίζω]], [[λογομαχώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> σε Πίνδ., [[συναγωνίζομαι]], [[παλεύω]], [[προσπαθώ]] σκληρά για το καλύτερο, σε Πίνδ.
}}
}}
{{etym
{{etym