θέα: Difference between revisions

2,067 bytes added ,  5 August 2017
6_23
(13_7_1)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] ἡ, der Anblick, das Ansehen, Schauspiel; Aesch. Prom. 241; ὄμμασιν θέαν [[λαβεῖν]], sehen, Soph. Phil. 532; [[ὅστις]] ἦν θακῶν ἀταρβὴς τῆς θέας Tr. 23; ὡς ἴδω πικρὰν θέαν Eur. Hipp. 825; εἰς θέαν ἔρχεσθαι I. A. 427; [[ἔλαφος]] διαπρεπὴς τὴν θέαν, ausgezeichnet von Ansehen, 1588; θέης [[ἄξιος]], sehenswerth, Her. 1, 25, wie sonst [[ἄξιος]] θέας, Plat. Rep. IV, 445 c Xen. Hell. 6, 2, 34 u. A.; [[ἐλθεῖν]] Lach. 179 e; ἐπὶ τῇ θέᾳ ἀγριοῦσθαι, bei dem Anblick, Xen. Cyr. 1, 4, 24; Sp. bes. vom Schauspiel, μονομάχους ἐπὶ θέᾳ Ῥωμαίων ἔτρεφε Plut. Brut. 13; αἱ τῆς θέας ἡμέραι Hdn. 1, 15, 5; dah. αἱ θέαι, Festspiele, spectacula, Plut. Caes. 55 u. öfter bei Hdn., z. B. [[δημοσίᾳ]] θέας ἐτέλεσεν 1, 15, 1; αἱ μεγάλαι θέαι, ludi magni, Plut. Brut. 21. – Geistig, Betrachtung, ἡ τοῦ ὄντος [[θέα]] Plat. Rep. IX, 582 c. – Auch der Schauplatz, Ort zum Anschauen, θέαν εἰς τὰ [[Διονύσια]] κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aesch. 2, 55; Sp., Luc. Hermot. 39; Polyaen. 4, 6, 1; θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ, einen Sitz im Theater haben, Plut. Flam. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] ἡ, der Anblick, das Ansehen, Schauspiel; Aesch. Prom. 241; ὄμμασιν θέαν [[λαβεῖν]], sehen, Soph. Phil. 532; [[ὅστις]] ἦν θακῶν ἀταρβὴς τῆς θέας Tr. 23; ὡς ἴδω πικρὰν θέαν Eur. Hipp. 825; εἰς θέαν ἔρχεσθαι I. A. 427; [[ἔλαφος]] διαπρεπὴς τὴν θέαν, ausgezeichnet von Ansehen, 1588; θέης [[ἄξιος]], sehenswerth, Her. 1, 25, wie sonst [[ἄξιος]] θέας, Plat. Rep. IV, 445 c Xen. Hell. 6, 2, 34 u. A.; [[ἐλθεῖν]] Lach. 179 e; ἐπὶ τῇ θέᾳ ἀγριοῦσθαι, bei dem Anblick, Xen. Cyr. 1, 4, 24; Sp. bes. vom Schauspiel, μονομάχους ἐπὶ θέᾳ Ῥωμαίων ἔτρεφε Plut. Brut. 13; αἱ τῆς θέας ἡμέραι Hdn. 1, 15, 5; dah. αἱ θέαι, Festspiele, spectacula, Plut. Caes. 55 u. öfter bei Hdn., z. B. [[δημοσίᾳ]] θέας ἐτέλεσεν 1, 15, 1; αἱ μεγάλαι θέαι, ludi magni, Plut. Brut. 21. – Geistig, Betrachtung, ἡ τοῦ ὄντος [[θέα]] Plat. Rep. IX, 582 c. – Auch der Schauplatz, Ort zum Anschauen, θέαν εἰς τὰ [[Διονύσια]] κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aesch. 2, 55; Sp., Luc. Hermot. 39; Polyaen. 4, 6, 1; θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ, einen Sitz im Theater haben, Plut. Flam. 19.
}}
{{ls
|lstext='''θέᾱ''': Ἰων. θέη, ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[θάομαι]])˙ [[θεωρία]], [[ὄψις]], κύτταγμα, θέης [[ἄξιος]] = ἀξιοθέητος, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 34˙ θέαν [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] θέαν, θεῶμαι, [[βλέπω]], Σοφ. Φ. 536, πρβλ. 656˙ εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 427, Πλάτ. Λάχ. 179Ε˙ ἐπὶ τῇ θέᾳ τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24˙ βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν ὁ αὐτ. Οἰκ. 3. 7˙ ἴδε ἐν λ. [[διέξοδος]]. β) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 8, κτλ. 2) [[ὄψις]], διαπρεπὴς τὴν θέαν (=[[ἰδεῖν]]) Εὐρ. Ι. Α. 1588˙ αἰσχρὰν θέαν παρέχειν Ξεν. Ἱππ. 7, 2˙ ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 11. ΙΙ. τὸ θεωρούμενον [[θέαμα]], Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. Αἰσχύλ. Πρ. 241˙ μάλ’ [[ἄζηλος]] θ. Σοφ. Ἠλ. 1455˙ ὡς ἴδω πικρὰν θ. Εὐρ. Ἱππ. 809˙ ἀταρβὴς τῆς θέας, μὴ φοβούμενος τὸ [[θέαμα]], Σοφ. Τρ. 23˙ πληθ., θέαι ἀμήχανοι τὸ [[κάλλος]] Πλάτ. Πολ. 615Α. 2) αὐτὸ τὸ [[θέαμα]], Πλούτ. Καίσ. 55, Βρούτ. 21, κτλ. ΙΙΙ. τὸ [[μέρος]], ἐξ οὗ θεᾶταί τις, [[θέσις]], [[ἑδώλιον]] ἐν τῷ θεάτρῳ, θέαν εἰς τὰ [[Διονύσια]] κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Αἰσχίν. 35. 11, πρβλ. Δημ. 234. 24˙ θέαν καταλαμβάνειν, [[καταλαμβάνω]] [[κάθισμα]], ὁ αὐτ. 572. 12˙ θέα ἡδωλιασμένη Dittenb. SIG. 432, 2˙ προσκαταλαμβάνειν Λουκ. Ἑρμοτ. 39˙ ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Πλούτ. Φλαμ. 19, κτλ.
}}
}}