κατακνίζω: Difference between revisions

6_13b
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος [[πάσχω]], Schol. Vgl. [[κατακνάω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος [[πάσχω]], Schol. Vgl. [[κατακνάω]].
}}
{{ls
|lstext='''κατακνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κατατέμνω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ [[κόπτω]] εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) [[ὄρεξις]]∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος [[πάσχω]], Ἀριστοφ. Πλ. 973.
}}
}}