κατακνίζω
English (LSJ)
A chop up, mince, τι εἰς λεπτά Ath.9.376d.
2 metaph., pick to pieces, λόγους Isoc.12.17; τὰ τοῦ Ὁμήρου κ. λεπτά Luc. Hes.5.
II scratch, irritate, stimulate the scalp, Asclep. ap. Gal. 12.420:—Pass., v.l. in Dsc.2.123; to be prurient, ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι Ar.Pl.973.
2 cut grooves in, score, ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι -ζοντες Diocl.Fr.26.
3 scarify, let blood from, -κνίσω (prob. for -κνήσω) σου τὸν πόδα Luc.Ocyp.91:—Pass., -κνισθεὶς τὸ σκέλος Orib.7.20.8 (= Gal.19.524, where -κνήσας).
German (Pape)
[Seite 1354] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος πάσχω, Schol. Vgl. κατακνάω.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. κατακέκνισμαι;
1 déchirer de manière à causer une démangeaison, une cuisson;
2 p. ext. déchiqueter, déchirer.
Étymologie: κατά, κνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κνίζω in stukken snijden; geneesk..; κατακνίσω σου τὸν πόδα; zal ik een insnijding maken in je voet? Luc. 74.91; overdr.: τὰ τοῦ Ὁμήρου κατακνίζουσι ze peuteren de gedichten van Homerus uit elkaar Luc. 67.5. pass. jeuken; overdr.: κατακέκνισμαι ik jeuk van verlangen Aristoph. Pl. 973.
Russian (Dvoretsky)
κατακνίζω:
1 разрывать, кромсать (τοὺς λόγους τινός Isocr.);
2 язвить, колоть (τὰ τοῦ Ὁμήρου Luc.);
3 терзать: κατακέκνισμαι Arph. я истерзан(а) (страстью).
Greek (Liddell-Scott)
κατακνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κατατέμνω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ κόπτω εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. γαργαλίζω, Παθ., γαργαλίζομαι, αἰσθάνομαι κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) ὄρεξις∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος πάσχω, Ἀριστοφ. Πλ. 973.
Greek Monolingual
κατακνίζω (Α)
1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω
2. ξύνω δυνατά
3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.)
4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.)
5. παθ. κατακνίζομαι
είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κνίζω «ξύνω, γρατσουνίζω»].
Greek Monotonic
κατακνίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, κάνω κομματάκια, ξεσχίζω, κουρελιάζω, σε Λουκ.
II. γαργαλάω· — Παθ., έχω φαγούρα, υποφέρω από κνησμό, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to pull to pieces, shred small, Luc.
II. to tickle: Pass. to itch, Ar.