καθίζω: Difference between revisions

8,115 bytes added ,  5 August 2017
6_12
(13_7_3)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] (s. ἵζω), impf. καθῖζον u. ἐκάθιζον, Od. 16, 408, wie aor. gew. ἐκάθισα, auch καθῖσα, Ar. Ran. 911 Thuc. 6, 66. 7, 82; fut. καθιῶ, z. B. Dem. 39, 11, Xen. An. 2, 1, 4, mit der v. l. καθίσειν, dor. [[καθιξῶ]], Bion. 2, 16, auch καθιζήσω, bes. im med.; καθίξας Anacr. 31, 19, wie Theocr. 1, 12, καθιζηθείς D. Cass. 63, 5; perf. κεκάθικα, Apoll. Dysc. synt. p. 318; – <b class="b2">niedersetzen</b>, sich setzen lassen; μή με κάθιζε Il. 6, 360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9, 488; ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, die Volksversammlung ansetzen, Od. 2, 69, vgl. Ar. Vesp. 303; τὴν σύγκλητον Plut. Oth. 9; τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον Sol. 19; κάθιζε νῦν με Soph. O. C. 21; εἰς εὐγενῆ δόμον σε καθί. ζει Eur. Ion 1541; στρατόν Heracl. 664, wie Phoen. 1188, lagern lassen, vgl. Thuc. 4, 90, καθῖσαν τὸ [[στράτευμα]] ἐς [[χωρίον]] ἐπιτήδειον 6, 66, καθῖσε τὴν στρατιάν 7, 82, Plat. Legg. V, 755 e; καὶ ἅμα με καθίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν Plat. Charm. 153 c; δικαστήρια, einsetzen, Polit. 298 e; δικαστήν, den Richter einsetzen, bestellen, Legg. IX, 873 e; ἐὰν κλαίοντας αὐτοὺς καθίσω, wenn ich sie weinen lasse, zum Weinen bringe, Ion 535 e; Xen. Cyr. 2, 2, 15 ἢν κλαίοντας ἐκεί. νους πειράσῃ καθίζειν; Conv. 3, 11 dem γελωτοποιεῖν entggstzt; Din. 3, 7 εἰς αἰτίαν καθίσαντα πᾶσαν τὴν πόλιν, wo Steph. καθιστάντα las; θυγα τέρα ἐπ' οἰκήματος Her. 2, 121, 5; – κάτισον φύλακας, stelle Posten aus, Her. 1, 89; εἰς τὸν [[θρόνον]] τὸν [[βασίλειον]] αὐτὸν καθιεῖν Xen. An. 2, 1, 4; ἐνέδραν, einen Hinterhalt legen, Plut. Poplic. 20. – Häufiger intr., <b class="b2">sich niedersetzen</b>, sich setzen, <b class="b2">sitzen</b>; εἰ μετ' ἀθανάτοισι καθίζοις Il. 15, 50, ἐπὶ κλισμοῖσι 8, 436, ἐν πέτρῃσι Od. 5, 156, ἐν θρόνοισι 8, 422; Eur. vrbdt es auch c. acc., βωμόν, auf den Altar, Herc. Fur. 48, ὀμφαλόν Ion 6, τρίποδα Or. 954; κάθιζε ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα Ar. Nubb. 255; ἐν τῷ θρόνῳ κατίζων δικάζει Her. 5, 25; ἐπὶ τοὺς βωμούς, als Hülfeflehender, Thuc. 1, 126, wie Lys. 13, 24; vom Heere, sich lagern, Thuc. 3, 107; εἰς τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων Din. 2, 13; von Richtern, Plat. Legg. II, 659 b; ὥςτε ἐπὶ τὰ ἰσχία [[ἄμφω]] καθίσαι τὼ ἵππω Phaedr. 254 c; προέδροις, οἳ κεκληρωμένοι καθίζουσιν ἐξ ὑμῶν Dem. 24, 89, wo es ebenfalls dem [[καθίστημι]] entspricht; von Gästen, sich zu Tische setzen, Xen. Cyr. 8, 4, 2; ἐπὶ κώπην, sich an's Ruder setzen, rudern, Ar. Ran. 198; von Schiffen, καθισάντων τῶν πλοίων, auf den Grund kommen, sitzen bleiben, Pol. 1, 39, 3. – Med. sich setzen, sitzen; [[ὅπου]] καθιζησόμεθα Plat. Phaedr. 229 a; Prot. 317 d; Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1285.png Seite 1285]] (s. ἵζω), impf. καθῖζον u. ἐκάθιζον, Od. 16, 408, wie aor. gew. ἐκάθισα, auch καθῖσα, Ar. Ran. 911 Thuc. 6, 66. 7, 82; fut. καθιῶ, z. B. Dem. 39, 11, Xen. An. 2, 1, 4, mit der v. l. καθίσειν, dor. [[καθιξῶ]], Bion. 2, 16, auch καθιζήσω, bes. im med.; καθίξας Anacr. 31, 19, wie Theocr. 1, 12, καθιζηθείς D. Cass. 63, 5; perf. κεκάθικα, Apoll. Dysc. synt. p. 318; – <b class="b2">niedersetzen</b>, sich setzen lassen; μή με κάθιζε Il. 6, 360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9, 488; ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, die Volksversammlung ansetzen, Od. 2, 69, vgl. Ar. Vesp. 303; τὴν σύγκλητον Plut. Oth. 9; τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον Sol. 19; κάθιζε νῦν με Soph. O. C. 21; εἰς εὐγενῆ δόμον σε καθί. ζει Eur. Ion 1541; στρατόν Heracl. 664, wie Phoen. 1188, lagern lassen, vgl. Thuc. 4, 90, καθῖσαν τὸ [[στράτευμα]] ἐς [[χωρίον]] ἐπιτήδειον 6, 66, καθῖσε τὴν στρατιάν 7, 82, Plat. Legg. V, 755 e; καὶ ἅμα με καθίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν Plat. Charm. 153 c; δικαστήρια, einsetzen, Polit. 298 e; δικαστήν, den Richter einsetzen, bestellen, Legg. IX, 873 e; ἐὰν κλαίοντας αὐτοὺς καθίσω, wenn ich sie weinen lasse, zum Weinen bringe, Ion 535 e; Xen. Cyr. 2, 2, 15 ἢν κλαίοντας ἐκεί. νους πειράσῃ καθίζειν; Conv. 3, 11 dem γελωτοποιεῖν entggstzt; Din. 3, 7 εἰς αἰτίαν καθίσαντα πᾶσαν τὴν πόλιν, wo Steph. καθιστάντα las; θυγα τέρα ἐπ' οἰκήματος Her. 2, 121, 5; – κάτισον φύλακας, stelle Posten aus, Her. 1, 89; εἰς τὸν [[θρόνον]] τὸν [[βασίλειον]] αὐτὸν καθιεῖν Xen. An. 2, 1, 4; ἐνέδραν, einen Hinterhalt legen, Plut. Poplic. 20. – Häufiger intr., <b class="b2">sich niedersetzen</b>, sich setzen, <b class="b2">sitzen</b>; εἰ μετ' ἀθανάτοισι καθίζοις Il. 15, 50, ἐπὶ κλισμοῖσι 8, 436, ἐν πέτρῃσι Od. 5, 156, ἐν θρόνοισι 8, 422; Eur. vrbdt es auch c. acc., βωμόν, auf den Altar, Herc. Fur. 48, ὀμφαλόν Ion 6, τρίποδα Or. 954; κάθιζε ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα Ar. Nubb. 255; ἐν τῷ θρόνῳ κατίζων δικάζει Her. 5, 25; ἐπὶ τοὺς βωμούς, als Hülfeflehender, Thuc. 1, 126, wie Lys. 13, 24; vom Heere, sich lagern, Thuc. 3, 107; εἰς τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων Din. 2, 13; von Richtern, Plat. Legg. II, 659 b; ὥςτε ἐπὶ τὰ ἰσχία [[ἄμφω]] καθίσαι τὼ ἵππω Phaedr. 254 c; προέδροις, οἳ κεκληρωμένοι καθίζουσιν ἐξ ὑμῶν Dem. 24, 89, wo es ebenfalls dem [[καθίστημι]] entspricht; von Gästen, sich zu Tische setzen, Xen. Cyr. 8, 4, 2; ἐπὶ κώπην, sich an's Ruder setzen, rudern, Ar. Ran. 198; von Schiffen, καθισάντων τῶν πλοίων, auf den Grund kommen, sitzen bleiben, Pol. 1, 39, 3. – Med. sich setzen, sitzen; [[ὅπου]] καθιζησόμεθα Plat. Phaedr. 229 a; Prot. 317 d; Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''καθίζω''': Ἰων. [[κατίζω]]: παρατ. καθῖζον ἢ κάθιζον (ὡς ὁ Wolf). Ὅμ., Ἀττ. ἐκάθιζον (ὡς εἰ τὸ [[ῥῆμα]] μὴ ἦτο σύνθετον) Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6, Δείναρχ. 106. 34: - μέλλ. καθίσω Ἀπολλόδ. Κωμ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 2, Ἀττ. καθιῶ Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4, Δημ. 4. 16, 708. 1., 997. 23, Δωρ. καθιξῶ Βίων 4. 16: - ἀόρ. α΄ ἐκάθῐσα Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, Ἐπικ. κάθῐσα Ἰλ. Τ. 280, Ἀττ. καθῖσα Εὐρ. ἐν Φοιν. 1188, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 911, Θουκ. 6. 66., 7. 82, Ἰων. κάτισα Ἡρόδ. 1. 88., 4. 79· Ἐπικ. μετοχ. καθίσσας Ὅμ., Δωρ. καθίξας Θεόκρ. 1. 12, ὑποτ. καθίξῃ [[αὐτόθι]] 51· παρὰ μεταγεν. ἐκαθίζησα Δίων Κ. 37. 27., 54. 30: - ὑπάρχει καὶ [[ἕτερος]] ἀόρ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[καθεῖσα]] (κάθεσσα παρὰ Πινδ.) ἀείποτε ἐπὶ μεταβατ. σημασίας· ὑποτ. καθέσω, ἴδε κατωτ. Ι. 4 (ἴδε ἐν λ. ἵζω Ι): - πρκμ. κεκάθῐκα Διόδ. 17. 115: - Μέσ., παρατ. ἐκαθιζόμην Ἀριστοφ. Σφ. 824· ἐν τμήσει, κάδ δὲ [[μετὰ]] πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο κιόντες Ἰλ. Τ. 50: μέλλ. καθιζήσομαι Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Εὐθύδ. 278C, (προσ-) Αἰσχίν. 77. 33, παρὰ μετ. γεν. καθίσομαι Πλούτ. 2. 583F, Καιν. Διαθ., -ιοῦμαι Ἐβδ.· - ἀόρ. (ἐπ-, παρ-) εκαθισάμην Θουκ. 4. 130, Δημ. 897. 4. Ἐπικ. καθισσάμην Ἀπολλ. Ρόδ. δ. 278: - Παθ., ἀόρ. α΄ μετοχ. καθιζηθεὶς Δίων Κ. 63. 5: Ι. Μεταβατ. ἐνεργείας, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Ἰλ. Ε. 68· μὴ με κάθιζ’ Ζ. 360· πρὶν γ’ ὅτε δὴ σ’ ἐπ’ ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας Ι. 488· καδ’ δ’ εἶσ’ ἐν θαλάμῳ Γ. 382· τὴν μὲν [[ἔπειτα]] καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου Σ. 389· κατίσαι τινὰ ἐπ’ οἰκήματι Ἡρόδ. 2. 121, 5· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]] Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4. 2) θέτω, τοποθετῶ, τὸν μὲν... καθεῖσεν ἐπ’ ἠϊόεντα Σκάμανδρον Ἰλ. Ε. 36· κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἶσεν Β. 549. πρβλ. Ὀδ. Ζ. 202· Κρόνον... [[Ζεὺς]] γαίης [[νέρθε]] καθεῖσεν Ἰλ. Ξ. 204· καθίσαι τινὰ εἰς δόμον Εὐρ. Ἴων 1541. στρατὸν καθίζει, βάλλει ἀυτὸν νὰ στρατοπεδεύσῃ, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 664, Θουκ. 4. 90· καθ. τὸ [[στράτευμα]] ἐς [[χωρίον]] ἐπιτήδειον ὁ αὐτ. 6. 66· καθ. χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Πλάτ. Νόμ. 755Ε. β) θέτω ἢ βάλλω [[πρός]] τινα σκοπόν. [[καθίστημι]], σκοπὸς ὃν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Ὀδ. Δ. 524· κατίσαι φυλάκους, φύλακας Ἡρόδ. 1. 89, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 14· ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς... πύλας Ἡρόδ. 3. 155· καθ. ἐνέδραν Πλουτ. Ποπλ. 19: - σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τι ἐπὶ τηγάνοις Φερεκρ. ἐν «Πέρσαι» 4. 3) [[ἱδρύω]], «στήνω», ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]] Πινδ. Π. 5. 55· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βωμοί, τοὺς Μήδεια καθίσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1219· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 31 χωρίου, ἴδε ἐν λ. [[ἐγκαθίζω]]. 4) συγκαλῶ ἢ [[διευθύνω]] συνέλευσιν, ἀγορὰς ἡμὲν λύει ἡδὲ καθίζει, περὶ τῆς Θέμιδος, Ὀδ. Β. 69· [[ἵστημι]], [[ὅταν]] καθέσωσιν ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. παρὰ Θουκ. 3. 104· καθ. τὸ [[δικαστήριον]], συγκαλῶ εἰς συνεδρίαν τὸ [[δικαστήριον]], Ἀριστοφ. Σφ. 305, πρβλ. Δημ. 997. 23· τοὺς νομοθέτας ὁ αὐτ. 708. 1· [[ἀλλά]], [[καθίζω]] τινὶ δικαστήν, [[διορίζω]] τινὰ δικαστὴν [[ὅπως]] δικάσῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 873Ε· ἐάν τε χιλίους ἐὰν θ’ ὁπόσους ἂν ἡ [[πόλις]] καθίσῃ Δημ. 585, ἐν τέλ.· [[ἱδρύω]], [[ὁρίζω]], δικαστήρια Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· τὴν βουλὴν Πλουτ. Σόλων 19. 5) [[φέρω]] τινὰ εἴς τινα κατάστασιν, [[κάμνω]] αὐτὸν νά, κλαίοντά τινα καθ. Πλάτ. Ἴων 535Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 14, κλαίειν τινὰ καθ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ κλαίῃ: - περὶ τοῦ ἐν Θεοκρ. 1. 51 χωρίου, ἴδε [[ἀκράτιστος]]. ΙΙ. ἀμεταβ., [[καθίζω]], [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν μου, [[κάθημαι]], ἀπολ., Ἰλ. Γ. 394, καὶ Ἀττ.· μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις Ἰλ. Ο. 50, καθῖζον ἐν... θρόνοισι Ὀδ. Θ. 422· ἐν θώκοις Ἡρόδ. 1. 181· ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις ἢ τῶν ἐργαστηρίων Ἰσοκ. 372D, 142D· ἐπὶ σκίμποδα Ἀριστοφ. Νεφ. 254· ἐπὶ δένδρων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 1· (ἀλλὰ, καθ. ἐπὶ κώπην, ἐπὶ ἐρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 197)· καθ. ἐπὶ τὸν βωμὸν Θουκ. 1. 126, πρβλ. Λυσίαν 132. 4: - παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., καθ. τρίποδα, βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερὰ Εὐρ. Ἴων 366, Ἠλ. 980, [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 48, Ἴων 6, 1317· πρβλ. [[ἕζομαι]], ἵζω, ἦμαι, [[ἐφέζομαι]], [[ἔφημαι]], [[πρόσημαι]], [[προσίζω]], Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 191. 2) [[καθίζω]] νὰ [[φάγω]], Λατ. discumbere, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 2. 3) [[λαμβάνω]] θέσιν ὡς [[δικαστής]], [[καθίζω]] νὰ δικάσω, Ἡρόδ. 1. 97., 5. 25, Πλάτ. Νόμ. 659Β, Δημ. 728. 28. 4) [[καθίζω]] ἔν τινι χώρᾳ, [[στρατοπεδεύω]], ἐς [[χωρίον]] Θουκ. 4. 93. 5) [[καθίζω]] (εἰς τὰ ὀπίσθια), [[ὥστε]] ἐπὶ τὰ ἰσχία [[ἄμφω]] καθίσαι τὼ ἵππω Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β. 6) ἐπὶ πλοίων, ὡς καὶ νῦν, ἐπιγενομένης ἀμπωτέως καὶ καθισάντων τῶν πλοίων Πολύβ. 1. 39, 3, Στράβ. 99. ΙΙΙ. καὶ τοῦ μέσου γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασίας, Ἰλ. Τ. 50 (ἐν τμήσει), ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ, Θεόκρ. 15. 3, κτλ.· ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ, ἐὰν δὲ διατάξῃ νὰ λάβωσι τὰς θέσεις των (μεταξὺ τῶν θεατῶν τοῦ θεάτρου), Δημ. 532. 20· πρὶν καὶ προέδρους καθίζεσθαι ὁ αὐτ. 567. 6, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Πολ. 516Ε, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[καταβαίνω]], [[καθίζω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1. Πρβλ. [[καθέζομαι]].
}}
}}