καθίζω
Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau
English (LSJ)
Ion. κατίζω, impf.
A κάθιζον Il.3.426,al.; in Prose ἐκάθιζον X.HG5.4.6, Din.2.13: fut. καθέσω Eup.12.11 D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; Att. also καθιῶ X.An.2. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); Dor. καθιξῶ BionFr.10.16: aor. 1 καθεῖσα Il.18.389, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf. καθέσαι IG22.46aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet. κάθεσσα Pi.P.5.42 codd.; this aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 (ἐγκαθ-, Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find Ep. κάθῐσα, Ion. κάτῐσα (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., should perhaps be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, καθῖσα Ar.Ra.911, Th.6.66 (leg. καθεῖσα), later ἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also Ep. part. καθίσσας Il.9.488; Dor. καθίξας Theoc.1.12, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. -ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: pf. κεκάθῐκα D.S.17.115, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—Med., impf. ἐκαθιζόμην Ar.V.824, κὰδ… ἵζ- Il.19.50: fut. καθιζήσομαι Pl.Phdr.229a, Euthd.278b, (προσ-) Aeschin.3.167, later καθίσομαι Ev.Matt.19.28, Plu.2.583f, καθιοῦμαι LXX Ma.3.3, al.: aor. 1 καθεσσάμην Anacr.111; also ἐκαθισάμην SIG975.6 (Delos, iii B. C.), Hsch., (ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; Ep. ἐκαθισσάμην Call.Dian.233, καθισσάμην A.R. 4.278, 1219:—Pass., aor. 1 part. καθιζηθείς D.C.63.5:
I causal, make to sit down, seat, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68; μή με κάθιζ' 6.360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9.488; κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382; τὴν μὲν… καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389; κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4; ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22 J.
2 set, place, τὸν μὲν… καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36; κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549; Κρόνον… Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204; καθίζειν τινὰ εἰς δόμον E.Ion1541; καθίζω στρατόν encamp it, Id.Heracl.664, cf. Th.4.90; καθίζω τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66; σύλλογον εἰς Χωρίον καθίζω, Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg.755e.
b post watchers, guards, etc., σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14; ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς… πύλας Hdt.3.155; καθίζω ἐνέδραν Plu.Publ.19: rarely of things, τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127.
3 set up, ἀνδριάντα κάθεσσαν Pi.P.5.42 codd.:—Med., καθέσσασθαι Anacr.111, A.R.4.1219.
4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene, ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104; καθίζω τὸ δικαστήριον Ar.V.305, cf. D.39.11, IG22.778.13; νομοθέτας D.24.25, prob. in Id.3.10; but καθίζω τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg.874a; ἐάν τε Χιλίους ἐάν θ' ὁποσουσοῦν ἡ πόλις καθίσῃ D.21.223; constitute, establish, δικαστήρια Pl.Plt.298e; βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19.
5 put into a certain condition, especially in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl.Ion535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος.
6 marry, γυναῖκας ἀλλοτρίας LXX Ne.13.27, cf. 23.
II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν (θώκοισι) Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15; ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu.254; ἐπὶ δένδρου Arist.HA614a34 (but καθίζω ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra.197); of suppliants, καθίζω ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126, Lys.13.24; εἰς γόνυ D.S.17.115: in Poets also c. acc., καθίζω τρίποδα E.Ion366, El.980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317.
2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2.
3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg.659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 (Delos).
4 reside, μετά τινος LXX Ru.2.23 (3.1); ἐν πόλει ib.Ne.11.1.
5 settle, sink down, ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr.254c; καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20.
6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4.
III Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.; εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R.516e; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119); καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr.228e.
2 of birds, settle, alight, Arist.HA614b23.
3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).—Att. in this signf. acc. to Hsch.
German (Pape)
[Seite 1285] (s. ἵζω), impf. καθῖζον u. ἐκάθιζον, Od. 16, 408, wie aor. gew. ἐκάθισα, auch καθῖσα, Ar. Ran. 911 Thuc. 6, 66. 7, 82; fut. καθιῶ, z. B. Dem. 39, 11, Xen. An. 2, 1, 4, mit der v.l. καθίσειν, dor. καθιξῶ, Bion. 2, 16, auch καθιζήσω, bes. im med.; καθίξας Anacr. 31, 19, wie Theocr. 1, 12, καθιζηθείς D. Cass. 63, 5; perf. κεκάθικα, Apoll. Dysc. synt. p. 318; – niedersetzen, sich setzen lassen; μή με κάθιζε Il. 6, 360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας 9, 488; ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, die Volksversammlung ansetzen, Od. 2, 69, vgl. Ar. Vesp. 303; τὴν σύγκλητον Plut. Oth. 9; τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον Sol. 19; κάθιζε νῦν με Soph. O. C. 21; εἰς εὐγενῆ δόμον σε καθί. ζει Eur. Ion 1541; στρατόν Heracl. 664, wie Phoen. 1188, lagern lassen, vgl. Thuc. 4, 90, καθῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον 6, 66, καθῖσε τὴν στρατιάν 7, 82, Plat. Legg. V, 755 e; καὶ ἅμα με καθίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν Plat. Charm. 153 c; δικαστήρια, einsetzen, Polit. 298 e; δικαστήν, den Richter einsetzen, bestellen, Legg. IX, 873 e; ἐὰν κλαίοντας αὐτοὺς καθίσω, wenn ich sie weinen lasse, zum Weinen bringe, Ion 535 e; Xen. Cyr. 2, 2, 15 ἢν κλαίοντας ἐκεί. νους πειράσῃ καθίζειν; Conv. 3, 11 dem γελωτοποιεῖν entggstzt; Din. 3, 7 εἰς αἰτίαν καθίσαντα πᾶσαν τὴν πόλιν, wo Steph. καθιστάντα las; θυγα τέρα ἐπ' οἰκήματος Her. 2, 121, 5; – κάτισον φύλακας, stelle Posten aus, Her. 1, 89; εἰς τὸν θρόνον τὸν βασίλειον αὐτὸν καθιεῖν Xen. An. 2, 1, 4; ἐνέδραν, einen Hinterhalt legen, Plut. Poplic. 20. – Häufiger intr., sich niedersetzen, sich setzen, sitzen; εἰ μετ' ἀθανάτοισι καθίζοις Il. 15, 50, ἐπὶ κλισμοῖσι 8, 436, ἐν πέτρῃσι Od. 5, 156, ἐν θρόνοισι 8, 422; Eur. vrbdt es auch c. acc., βωμόν, auf den Altar, Herc. Fur. 48, ὀμφαλόν Ion 6, τρίποδα Or. 954; κάθιζε ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα Ar. Nubb. 255; ἐν τῷ θρόνῳ κατίζων δικάζει Her. 5, 25; ἐπὶ τοὺς βωμούς, als Hülfeflehender, Thuc. 1, 126, wie Lys. 13, 24; vom Heere, sich lagern, Thuc. 3, 107; εἰς τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων Din. 2, 13; von Richtern, Plat. Legg. II, 659 b; ὥςτε ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καθίσαι τὼ ἵππω Phaedr. 254 c; προέδροις, οἳ κεκληρωμένοι καθίζουσιν ἐξ ὑμῶν Dem. 24, 89, wo es ebenfalls dem καθίστημι entspricht; von Gästen, sich zu Tische setzen, Xen. Cyr. 8, 4, 2; ἐπὶ κώπην, sich an's Ruder setzen, rudern, Ar. Ran. 198; von Schiffen, καθισάντων τῶν πλοίων, auf den Grund kommen, sitzen bleiben, Pol. 1, 39, 3. – Med. sich setzen, sitzen; ὅπου καθιζησόμεθα Plat. Phaedr. 229 a; Prot. 317 d; Folgde.
French (Bailly abrégé)
f. καθίσω, att. καθιῶ, ao. ἐκάθισα, att. καθῖσα, pf. κεκάθικα;
I. tr. faire asseoir :
1 au pr. τινα qqn ; ἐπὶ γούνεσσι IL sur les genoux ; καθίσαι τινὰ εἰς θρόνον XÉN faire asseoir qqn sur un trône, faire roi;
2 faire siéger, convoquer : ἀγοράς OD tenir des assemblées;
3 établir, poster : στρατόν THC établir une armée dans une position ; φύλακας XÉN poster des gardes ; ἐνέδραν PLUT dresser une embuscade ; fig. τὴν βουλὴν ἐπίσκοπον PLUT établir le sénat comme surveillant;
4 mettre dans telle ou telle situation : τινα κλαίοντα PLAT ou κλαίειν τινά XÉN faire pleurer qqn;
II. intr. 1 s'asseoir : ἔν τινι, ἐπί τι sur qch ; en parl. de magistrats siéger;
2 en parl. d'une armée s'établir dans une position, camper;
Moy. καθίζομαι (fut. καθιζήσομαι) s'asseoir.
Étymologie: κατά, ἵζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθίζω, Ion. κατίζω [κατά, ἵζω] poët. imperf. act. κάθιζον, med. καθιζόμην; aor. act. καθεῖσα, καθῖσα en ἐκάθισα, Ion. aor. κάτισα, ep. κάθισα, Aeol. 3. plur. κάτεσσαν, later καθίζησα, ptc. ep. καθίσσας, Dor. καθίξας, aor. med. (ἐ)καθεζόμην, in compos. ook ἐκαθισάμην; poët. ook καθεσσάμην en (ἐ)καθισ(σ)άμην; aor. pass. later ἐκαθέσθην, ptc. καθεσθείς; fut. Att. καθιῶ, later καθίσω en καθιζήσω, Ion. fut. κατίσω, med. καθιζήσομαι en Att. καθεδοῦμαι act. met acc., causat. doen zitten, plaats laten nemen:. μή με κάθιζ’ vraag me niet te gaan zitten Il. 6.360; ἐπαγγελλόμεθα... εἰς τὸν θρόνον τὸν βασίλειον καθιεῖν αὐτόν wij beloven dat we hem op de koningstroon zullen zetten Xen. An. 2.1.4. zitting doen houden, laten samenkomen, bijeenkomst beleggen:; ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει hij ontbindt vergaderingen en roept ze bijeen Od. 2.69; installeren, instellen:. δικαστήρια καθίσαντας na rechtbanken te hebben ingesteld Plat. Pol. 298e; τὴν δ’ ἄνω βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων... ἐκάθισε hij stelde de hoogste raad in als toezichthouder over alles Plut. Sol. 19.2. neerzetten, opstellen:. Κρόνον … Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε Zeus zette Kronos onder de aarde neer Il. 14.204; καθίσας τὸν στρατόν nadat hij het leger zijn kamp had laten opslaan Thuc. 4.90.1; καθίσαντες ἐνέδραν τοῖς ἄγουσι τὰς παῖδας na een hinderlaag te hebben gelegd voor degenen die de meisjes begeleidden Plut. Publ. 19.4. in een bepaalde toestand brengen, met ptc. of inf.: ἐὰν μὲν κλάοντας αὐτοὺς καθίσω als ik hen aan het huilen breng Plat. Ion 535e; κλαίειν καθίζοντος τοὺς φίλους als men zijn vrienden tot tranen brengt Xen. Cyr. 2.2.14. intrans. (act. en med.) gaan zitten, zitten:; πάλιν... ἐκαθεζόμην ik ging weer zitten Plat. Euthyd. 272e; ποῦ δὴ βούλει καθιζόμενοι ἀναγνῶμεν; waar wil je dat we gaan zitten lezen? Plat. Phaedr. 228e; met plaatsbepaling:; καθῖζον ἐν ὑψηλοῖσι θρόνοισι zij gingen zitten in hoge zetels Od. 8.422; ἐπὶ τῶν ἐργαστηρίων καθίζων in onze werkplaatsen zittend Isocr. 7.15; ἐπὶ τὴν ἑστίαν ἐκαθέζοντο zij gingen (als smekelingen) bij de haard zitten And. 1.44; εἰ μὲν δὴ σύ γ’... μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις moge jij tussen de onsterfelijken zetelen Il. 15.50; poët. met acc.:; καθίζει τρίποδα hij zit op de drievoet Eur. Ion 366; aanzitten:. οὐδ’ ἐκάθιζε Γαδάτας Gadatas zat niet aan tafel Xen. Cyr. 8.4.2. zitting houden:. οὔτε κατίζειν ἔτι ἤθελε hij was niet meer bereid (als rechter) zitting te houden Hdt. 1.97.1; ἡ βουλὴ ἐκεῖ καθεδεῖσθαι ἔμελλε de raad moest daar zitting houden And. 1.111. zich legeren:. τῷ στρατῷ ἐκαθέζετο πρὸς τὸ Διοσκόρειον hij legerde zich met zijn leger bij het heiligdom van de Dioscuren Thuc. 4.110.1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθίζω: ион. κατίζω (fut. καθίσω - атт. καθιῶ, aor. ἐκάθισα - атт. καθῖσα - эп. κάθισα, pf. κεκάθικα, эп. part. καθίσσας - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)
1 сажать, усаживать (τινὰ ἐπὶ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὶ θρόνου Hom., NT и εἰς θρόνον Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT);
2 тж. med. садиться (ἐν θρόνοισι, ἐπὶ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.);
3 сидеть (μετ᾽ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὶ γῆς Arst.);
4 помещать (τινὰ ἐπ᾽ οἰκήματος Her.);
5 созывать, устраивать (ἀνδρῶν ἀγοράς Hom.; δικαστήριον Arph. - ср. 12; τὴν σύγκλητον Plut.); созывать на совещание (τοὺς νομοθέτας Dem.);
6 (публично) заседать: κ. καὶ δικᾶν Her. заседать в суде, творить суд;
7 размещать, располагать (στρατόν Eur.; τὴν στρατιάν Thuc.);
8 располагаться, размещаться (ἐπὶ τὴν Μητρόπολιν Thuc.);
9 находиться, жить (ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ NT);
10 ставить, расставлять (φύλακας Xen.);
11 делать, устраивать: κ. ἐνέδραν Plut. устраивать засаду;
12 устанавливать, учреждать (δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5);
13 назначать (δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT): τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами;
14 вынуждать, заставлять: κ. τινὰ κλαίοντα Plat. или κλαίειν τινα Xen. доводить кого-л. до слез;
15 садиться на мель, оказываться на мели Polyb.
English (Autenrieth)
ipf. καθῖζον, aor. 3 pl. κάθισαν, imp. κάθισον, part. καθίσσᾶς, κα- θίσᾶσα: intrans., sit; trans., cause to sit, place, convoke, Od. 2.69.
English (Slater)
καθίζω med., set up for oneself, dedicate ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο̄ μονόδροπον φυτόν (locus metr. causa susp.) (P. 5.42)
Spanish
English (Strong)
another (active) form for καθέζομαι; to seat down, i.e. set (figuratively, appoint); intransitively, to sit (down); figuratively, to settle (hover, dwell): continue, set, sit (down), tarry.
English (Thayer)
future καθίσω (Buttmann, 37 (32)); 1st aorist ἐκάθισα (impv. 2 singular κάθισον once, Tr text WH marginal reading); perfect κεκαθικα (WH Tr marginal reading; L T Tr WH; a late form, see Veitch, under the word)); 1st aorist middle subjunctive 2nd person plural καθίσησθε (); future middle καθίσομαι; from Homer down; (cf. Buttmann, 60 (52));
1. transitive, to make to sit down (κατά; which see III:1), to set, appoint; the Sept. for הושִׁיב: τινα ἐπί θρόνου (L T Tr WH τόν θρόνον), to confer the kingdom upon one, τινα ἐν δεξιά αὐτοῦ, τινα, to appoint one to act as Judges, δικαστήν, Plato, legg. 9, p. 873e.; Polybius 40,5, 3; συνέδριον κριτῶν, Josephus, Antiquities 20,9, 1).
2. intransitive; the Sept. for יָשַׁב;
a. to sit down; universally, ἐν δεξιά τίνος, ἐπί τίνι,); εἰς τόν ναόν, Buttmann, § 147,16; Winer's Grammar, 415 (386)); ἐπί with the accusative (cf. Buttmann, 338 (290)), L T Tr WH); Buttmann, § 129,17; Winer's Grammar, 516 (481)); ἐπί τοῦ βήματος, of a Judges, κατέναντι (or ἀπέναντι Tr etc.) τίνος, to sit: (absolutely (of a dead man restored to life) ἐκάθισεν sat, sat up, L marginal reading WH marginal reading); ἐν τῷ θρόνῳ, ἐπί with the genitive of the seat, ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου, to have fixed one's abode, i. e. to sojourn (cf. our settle, settle down), ἐν with the dative of place, A. V. tarry) (to sit: ἐπί θρόνων, R G L: see κάθημαι); ἐπί θρόνους, WH καθήσεσθε; see κάθημαι. Compare: ἀνακαθίζω, ἐπικαθίζω, παρακαθίζω, περικαθίζω, συγκαθίζω.)
Greek Monolingual
(AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω)
(μτβ.)
1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε απέναντι μου και συζητήσαμε» β. «κάθιζ' ἐπὶ κώπην», Αριστοφ.)
3. διαμένω, παραμένω (α. «κάθισε λίγο ακόμα μαζί μας» β. «κάθισε τρία χρόνια στην επαρχία» γ. «καὶ ἐκάθισαν oἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ», ΠΔ)
4. (για πλοία) (αμτβ.) προσαράζω («ἐπιγενομένης ἀμπώτεως και καθισάντων τῶν πλοίων», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. α) «θα τον καθίσω στο σκαμνί» — θα του κάνω μήνυση και θα τον φέρω ως κατηγορούμενο στο δικαστήριο
β) «καθίζω πλοίο»
(μτβ.) οδηγώ πλοίο σε αμμώδη και αβαθή μέρη ώστε να συρθεί πάνω στην άμμο, το ρίχνω στα ρηχά
γ) (αμτβ.) «το πλοίο κάθισε» — προσάραξε, έπεσε έξω, κάθισε στα ρηχά
νεοελλ.-μσν.
(με υποκ. τις λέξεις ήλιος ή φεγγάρι) δύω, βασιλεύω
μσν.
1. βασιλεύω, κυβερνώ
2. πολιορκώ
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ καθιζόμενον
το σύνολο τών κατοίκων της γης
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθισμένος, -η, -ον
κατοικημένος
5. (αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)
ὁ καθισμένος, ή καθισμένη
ο, η κάτοικος
(μσν.-αρχ.)
1. εγκαθιστώ, αποστέλλω κάποιον, τοποθετώ κάπου («εις χωρίον... καθίσαι χωρίς μέν τους οπλίτας, χωρίς δέ τους ιππέας», Πλάτ.)
2. ορίζω, διορίζω, αναδεικνύω («κάτισον τών δορυφόρων επί πάσῃσι τῄσι πύλῃσι φυλάκους», Ηρόδ.)
3. συγκαλώ σε σύνοδο, μαζεύω, συναθροίζω («ήν μή το δικαστήριον άρχων καθίσῃ νύν», Αριστοφ.)
4. εγκαθίσταμαι, στρατοπεδεύω («εις καθίσας όθεν...», Θουκ.)
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) ιδρύω, στήνω («ανδριάντα κάθεσσαν», Πίνδ.)
2. θεσπίζω, ιδρύω, δημιουργώ («δικαστήριον καθίσαντας ανδρών», Πλάτ.)
3. οδηγώ κάποιον σε ορισμένη ψυχική κατάσταση, κάνω να... («εάν μέν κλαίοντας αυτούς καθίσω, αυτός γελάσομαι», Πλάτ.)
4. λαμβάνω θέση ως δικαστής, κάθομαι να δικάσω («ούτε κατίζειν έτι ήθελε ένθα περ πρότερον προκατίζων εδίκαζε», Ηρόδ.)
5. μέσ. καθίζομαι
λαμβάνω θέση («εις τον αυτόν θάκον καθίζοιτο», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι». Βλ. και κάθομαι].
Greek Monotonic
καθίζω: Ιων. κατ-· παρατ. καθῖζον ή κάθιζον, Αττ. ἐκάθιζον (σαν να μην είναι σύνθετο το ρήμα)· μέλ. Αττ. καθιῶ, σε Ξεν., Δωρ. καθιξῶ· αόρ. αʹ ἐκάθῐσα, Επικ. κάθῐσα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. επίσης καθῖσα, Ιων. κατῖσα, Επικ. μτχ. καθίσσας, Δωρ. καθίξας· ο αόρ. αʹ επίσης είναι καθεῖσα ή -θεσσα — Μέσ., παρατ. ἐκαθιζόμην, μέλ. καθιζήσομαι, μεταγεν. καθίσομαι, αόρ. αʹ ἐκαθισάμην·
I. 1. Μτβ., κάνω κάποιον να καθίσει κάτω, βάζω κάποιον να κάτσει, καθίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· καθίσαι τινὰ εἰς θρόνον, σε Ξεν. 2. α) θέτω ή τοποθετώ, σε Όμηρ.· καθίσαι στρατόν, τον βάζω να στρατοπεδεύσει, σε Ευρ., Θουκ. β) θέτω ή βάζω για κάποιον σκοπό, εγκαθιστώ, τοποθετώ φρουρούς ή σκοπούς, σε Ομήρ. Οδ.· καθίσαι φυλάκους, φύλακας, βάζω φύλακες, σε Ηρόδ., Ξεν.
3. στήνω, ἀνδριάντα κάθεσσαν, σε Πίνδ.
4. συγκαλώ συνέλευση, συνεδριάζω, σε Ομήρ. Οδ.· κ. τὸ δικαστήριον, συγκαλώ σε συνεδρία το δικαστήριο, σε Αριστοφ.
5. φέρνω, οδηγώ σε συγκεκριμένη κατάσταση, κλαίοντά τινακ., του προκαλώ κλάμα, σε Πλάτ.· επίσης, κλαίειν τινὰ κ., κάνω κάποιον να κλάψει, σε Ξεν.
II. 1. αμτβ., όπως το καθέζομαι, κάθομαι, είμαι καθισμένος, παίρνω την θέση μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., καθ. τρίποδα, βωμόν, σε Ευρ.
2. κάθομαι να φάω, Λατ. discumbere, σε Ξεν.
3. παίρνω την θέση μου ως δικαστής, κάθομαι για να δικάσω, σε Ηρόδ., Δημ.
4. εγκαθίσταμαι σε μια χώρα, στρατοπεδεύω, σε Θουκ.
5. κατακαθίζω, κατασταλάζω, κατακάθομαι, βυθίζομαι σε, σε Πλάτ.
III. στη Μέσ. επίσης χρησιμ. με αμτβ. σημασία, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. κ.λπ.· καθίζεσθαι, παίρνω την θέση μου μεταξύ των θεατών (στο θέατρο), σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
καθίζω: Ἰων. κατίζω: παρατ. καθῖζον ἢ κάθιζον (ὡς ὁ Wolf). Ὅμ., Ἀττ. ἐκάθιζον (ὡς εἰ τὸ ῥῆμα μὴ ἦτο σύνθετον) Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6, Δείναρχ. 106. 34: - μέλλ. καθίσω Ἀπολλόδ. Κωμ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 2, Ἀττ. καθιῶ Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4, Δημ. 4. 16, 708. 1., 997. 23, Δωρ. καθιξῶ Βίων 4. 16: - ἀόρ. α΄ ἐκάθῐσα Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, Ἐπικ. κάθῐσα Ἰλ. Τ. 280, Ἀττ. καθῖσα Εὐρ. ἐν Φοιν. 1188, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 911, Θουκ. 6. 66., 7. 82, Ἰων. κάτισα Ἡρόδ. 1. 88., 4. 79· Ἐπικ. μετοχ. καθίσσας Ὅμ., Δωρ. καθίξας Θεόκρ. 1. 12, ὑποτ. καθίξῃ αὐτόθι 51· παρὰ μεταγεν. ἐκαθίζησα Δίων Κ. 37. 27., 54. 30: - ὑπάρχει καὶ ἕτερος ἀόρ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καθεῖσα (κάθεσσα παρὰ Πινδ.) ἀείποτε ἐπὶ μεταβατ. σημασίας· ὑποτ. καθέσω, ἴδε κατωτ. Ι. 4 (ἴδε ἐν λ. ἵζω Ι): - πρκμ. κεκάθῐκα Διόδ. 17. 115: - Μέσ., παρατ. ἐκαθιζόμην Ἀριστοφ. Σφ. 824· ἐν τμήσει, κάδ δὲ μετὰ πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο κιόντες Ἰλ. Τ. 50: μέλλ. καθιζήσομαι Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Εὐθύδ. 278C, (προσ-) Αἰσχίν. 77. 33, παρὰ μετ. γεν. καθίσομαι Πλούτ. 2. 583F, Καιν. Διαθ., -ιοῦμαι Ἐβδ.· - ἀόρ. (ἐπ-, παρ-) εκαθισάμην Θουκ. 4. 130, Δημ. 897. 4. Ἐπικ. καθισσάμην Ἀπολλ. Ρόδ. δ. 278: - Παθ., ἀόρ. α΄ μετοχ. καθιζηθεὶς Δίων Κ. 63. 5: Ι. Μεταβατ. ἐνεργείας, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Ἰλ. Ε. 68· μὴ με κάθιζ’ Ζ. 360· πρὶν γ’ ὅτε δὴ σ’ ἐπ’ ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας Ι. 488· καδ’ δ’ εἶσ’ ἐν θαλάμῳ Γ. 382· τὴν μὲν ἔπειτα καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου Σ. 389· κατίσαι τινὰ ἐπ’ οἰκήματι Ἡρόδ. 2. 121, 5· καθίσαι τινὰ εἰς θρόνον Ξεν. Ἀν. 2. 1, 4. 2) θέτω, τοποθετῶ, τὸν μὲν... καθεῖσεν ἐπ’ ἠϊόεντα Σκάμανδρον Ἰλ. Ε. 36· κὰδ δ’ ἐν Ἀθήνῃς εἶσεν Β. 549. πρβλ. Ὀδ. Ζ. 202· Κρόνον... Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσεν Ἰλ. Ξ. 204· καθίσαι τινὰ εἰς δόμον Εὐρ. Ἴων 1541. στρατὸν καθίζει, βάλλει ἀυτὸν νὰ στρατοπεδεύσῃ, Εὐρ. Ἡρακλ. 664, Θουκ. 4. 90· καθ. τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον ὁ αὐτ. 6. 66· καθ. χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Πλάτ. Νόμ. 755Ε. β) θέτω ἢ βάλλω πρός τινα σκοπόν. καθίστημι, σκοπὸς ὃν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Ὀδ. Δ. 524· κατίσαι φυλάκους, φύλακας Ἡρόδ. 1. 89, Ξεν. Κύρ. 2. 2. 14· ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς... πύλας Ἡρόδ. 3. 155· καθ. ἐνέδραν Πλουτ. Ποπλ. 19: - σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τι ἐπὶ τηγάνοις Φερεκρ. ἐν «Πέρσαι» 4. 3) ἱδρύω, «στήνω», ἀνδριάντα κάθεσσαν Πινδ. Π. 5. 55· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βωμοί, τοὺς Μήδεια καθίσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1219· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 31 χωρίου, ἴδε ἐν λ. ἐγκαθίζω. 4) συγκαλῶ ἢ διευθύνω συνέλευσιν, ἀγορὰς ἡμὲν λύει ἡδὲ καθίζει, περὶ τῆς Θέμιδος, Ὀδ. Β. 69· ἵστημι, ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. παρὰ Θουκ. 3. 104· καθ. τὸ δικαστήριον, συγκαλῶ εἰς συνεδρίαν τὸ δικαστήριον, Ἀριστοφ. Σφ. 305, πρβλ. Δημ. 997. 23· τοὺς νομοθέτας ὁ αὐτ. 708. 1· ἀλλά, καθίζω τινὶ δικαστήν, διορίζω τινὰ δικαστὴν ὅπως δικάσῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 873Ε· ἐάν τε χιλίους ἐὰν θ’ ὁπόσους ἂν ἡ πόλις καθίσῃ Δημ. 585, ἐν τέλ.· ἱδρύω, ὁρίζω, δικαστήρια Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· τὴν βουλὴν Πλουτ. Σόλων 19. 5) φέρω τινὰ εἴς τινα κατάστασιν, κάμνω αὐτὸν νά, κλαίοντά τινα καθ. Πλάτ. Ἴων 535Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15· ἀλλ’ αὐτόθι 14, κλαίειν τινὰ καθ., κάμνω τινὰ νὰ κλαίῃ: - περὶ τοῦ ἐν Θεοκρ. 1. 51 χωρίου, ἴδε ἀκράτιστος. ΙΙ. ἀμεταβ., καθίζω, λαμβάνω τὴν θέσιν μου, κάθημαι, ἀπολ., Ἰλ. Γ. 394, καὶ Ἀττ.· μετ’ ἀθανάτοισι καθίζοις Ἰλ. Ο. 50, καθῖζον ἐν... θρόνοισι Ὀδ. Θ. 422· ἐν θώκοις Ἡρόδ. 1. 181· ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις ἢ τῶν ἐργαστηρίων Ἰσοκ. 372D, 142D· ἐπὶ σκίμποδα Ἀριστοφ. Νεφ. 254· ἐπὶ δένδρων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 1· (ἀλλὰ, καθ. ἐπὶ κώπην, ἐπὶ ἐρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 197)· καθ. ἐπὶ τὸν βωμὸν Θουκ. 1. 126, πρβλ. Λυσίαν 132. 4: - παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως μετ’ αἰτ., καθ. τρίποδα, βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερὰ Εὐρ. Ἴων 366, Ἠλ. 980, Ἡρακλ. Μαιν. 48, Ἴων 6, 1317· πρβλ. ἕζομαι, ἵζω, ἦμαι, ἐφέζομαι, ἔφημαι, πρόσημαι, προσίζω, Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 191. 2) καθίζω νὰ φάγω, Λατ. discumbere, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 2. 3) λαμβάνω θέσιν ὡς δικαστής, καθίζω νὰ δικάσω, Ἡρόδ. 1. 97., 5. 25, Πλάτ. Νόμ. 659Β, Δημ. 728. 28. 4) καθίζω ἔν τινι χώρᾳ, στρατοπεδεύω, ἐς χωρίον Θουκ. 4. 93. 5) καθίζω (εἰς τὰ ὀπίσθια), ὥστε ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καθίσαι τὼ ἵππω Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β. 6) ἐπὶ πλοίων, ὡς καὶ νῦν, ἐπιγενομένης ἀμπωτέως καὶ καθισάντων τῶν πλοίων Πολύβ. 1. 39, 3, Στράβ. 99. ΙΙΙ. καὶ τοῦ μέσου γίνεται χρῆσις ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασίας, Ἰλ. Τ. 50 (ἐν τμήσει), ἴδε ἐν τῇ ἀρχῇ, Θεόκρ. 15. 3, κτλ.· ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ, ἐὰν δὲ διατάξῃ νὰ λάβωσι τὰς θέσεις των (μεταξὺ τῶν θεατῶν τοῦ θεάτρου), Δημ. 532. 20· πρὶν καὶ προέδρους καθίζεσθαι ὁ αὐτ. 567. 6, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α, Πολ. 516Ε, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ πτηνῶν, καταβαίνω, καθίζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1. Πρβλ. καθέζομαι.
Middle Liddell
ionic κατ- imperf. καθῖζον or κάθιζον Attic ἐκάθιζον fut. Attic καθιῶ doric καθιξῶ aor1 ἐκάθῐσα epic κάθῐσα Attic aor1 καθῖσα ionic κατῖσα epic part. καθίσσας doric καθίξας aor1 καθεῖσα aor1 -θεσσα Mid., imperf. ἐκαθιζόμην fut. καθιζήσομαι later καθίσομαι aor1 ἐκαθισάμην
I. Causal, to make to sit down, seat, Il., Hdt.; καθίσαι τινὰ εἰς θρόνον Xen.
2. to set or place, Hom.; καθίσαι στρατόν to encamp it, Eur., Thuc.
b. to set or place for any purpose, post, Od.; καθίσαι φυλάκους, φύλακας to set guards, Hdt., Xen.
3. to set up, ἀνδριάντα κάθεσσαν Pind.
4. to make an assembly take their seats, Od.; κ. τὸ δικαστήριον to hold the court, Ar.
5. to put into a certain condition, κλαίοντά τινα κ. to set him a-weeping, Plat.; also, κλαίειν τινὰ κ. to make him weep, Xen.
II. intr., like καθέζομαι, to sit down, be seated, take one's seat, sit, Hom., etc.:—c. acc., καθ. τρίποδα, βωμόν, (as we say "to sit a horse"), Eur.
2. to sit at meals, Lat. discumbere, Xen.
3. to sit as judge, Hdt., Dem.
4. to sit down in a country, encamp, Thuc.
5. to settle, sink in, Plat.
III. the Mid. is also used in intr. sense, Il., Theocr., etc.; καθίζεσθαι to take their seats (in the theatre), Dem.
Chinese
原文音譯:kaq⋯zw 卡提索
詞類次數:動詞(48)
原文字根:向下(化) 相當於: (יָשַׁב / יָשׁוּב)
字義溯源:坐下,坐,騎,落,住,派,指派,等候;源自(καθέζομαι)=就座);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。參讀 (ἀπολείπω) (καθέζομαι)同義字參讀 (καθίζω)同源字
出現次數:總共(48);太(9);可(8);路(8);約(3);徒(9);林前(2);弗(1);帖後(1);來(4);啓(3)
譯字彙編:
1) 坐(17) 太19:28; 太20:21; 太20:23; 太23:2; 可10:40; 可16:19; 路22:30; 徒2:30; 徒8:31; 徒12:21; 徒25:6; 弗1:20; 帖後2:4; 來10:12; 來12:2; 啓3:21; 啓3:21;
2) 坐下(10) 太5:1; 太13:48; 路5:3; 路14:28; 路14:31; 路16:6; 徒13:14; 徒16:13; 林前10:7; 來1:3;
3) 你們坐(2) 太26:36; 可14:32;
4) 騎過的(2) 可11:2; 路19:30;
5) 他⋯坐下(2) 可9:35; 約8:2;
6) 那些坐(1) 啓20:4;
7) 已經坐(1) 來8:1;
8) 他⋯坐著(1) 可12:41;
9) 他⋯住了(1) 徒18:11;
10) 你們要⋯等候(1) 路24:49;
11) 派(1) 林前6:4;
12) 他⋯騎(1) 可11:7;
13) 坐在(1) 約19:13;
14) 他要坐(1) 太25:31;
15) 要坐(1) 太19:28;
16) 能坐(1) 可10:37;
17) 就坐下(1) 路4:20;
18) 落(1) 徒2:3;
19) 就騎(1) 約12:14;
20) 就坐(1) 徒25:17
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κατά + ἵζω, ὅπου δές γιά παράγωγα.
Léxico de magia
1 tr. sentar κάθισον αὐτὸν εἰς πλίνθους ὠμάς siéntalo sobre ladrillos sin cocer P IV 900 2 intr. sentarse καθίσας ἐπὶ γόνατα λέγε τὸν ὑποκείμενον λόγον siéntate de rodillas y di la fórmula siguiente P IV 1344 ἐὰν θέλῃς ἐπάνω κορκοδείλου διαβαίνειν, καθίσας λέγε si quieres atravesar un río sobre un cocodrilo, siéntate y di P XIII 283
Translations
sit
Afrikaans: sit; Albanian: ulem; Arabic: جَلَسَ; Hijazi Arabic: جلس, قعد; Aramaic Syriac: ܝܬܒ; Armenian: նստել; Assamese: বহ; Asturian: sentar; Azerbaijani: oturmaq, əyləşmək; Bashkir: ултырыу; Basque: eseri; Belarusian: сядзець; Bengali: বসা; Biatah Bidayuh: guru; Bikol Central: tukaw; Bulgarian: седя; Burmese: ထိုင်; Buryat: һууха; Catalan: seure; Cebuano: linkod; Central Sierra Miwok: húŋ·e-; Cherokee: ᎤᏬᏝ; Chinese Cantonese: 坐; Dungan: зуә; Mandarin: 坐; Min Dong: 坐; Min Nan: 坐; Czech: sedět; Danish: sidde; Dolgan: олор; Dutch: zitten; Esperanto: sidi; Estonian: istuma; Even: тэгэ-; Evenki: тэгэ-; Faroese: sita; Finnish: istua; French: être assis, être assise, s'asseoir; Galician: sentar; Ge'ez: ነበረ; Georgian: ჯდომა; German: sitzen; Alemannic German: hocke; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌰𐌽; Greek: κάθομαι; Ancient Greek: ἑδράζω, ἕζομαι, ἐφίζω, ἧμαι, θακέω, θακῶ, θάλπω, θάσσω, θαάσσω, θοάζω, θωκέω, ἱζάνω, ἵζω, καθέζομαι, κάθημαι, καθίζω, κάτημαι, κατίζω; Gujarati: બેસવું; Hawaiian: noho; Hebrew: יָשַׁב; Higaonon: pino-o; Hindi: बैठना, बैठा होना; Hungarian: ül; Icelandic: sitja; Ido: sidar; Ilocano: agtugaw; Inari Sami: čokkáđ; Indonesian: duduk; Interlingua: seder, esser sedite; Irish: suigh; Italian: sedere, essere seduto, sedersi; Japanese: 座る, 腰掛ける; Javanese: lungguh; Kalmyk: суух; Kannada: ಕುಳಿತುಕೊ; Kashubian: sedzec; Kazakh: отыру; Khmer: អង្គុយ; Korean: 앉다; Komi: пукавны; Kumyk: олтурмакъ; Kyrgyz: отуруу, олтуруу; Lao: ນັ່ງ; Latgalian: sēdēt; Latin: sedeo; Latvian: sēdēt; Lithuanian: sėdėti; Low German: sitten; Macedonian: седи; Malay: duduk; Maltese: qagħad; Manchu: ᡨᡝᠮᠪᡳ; Maori: noho; Marathi: बसणे; Mazanderani: هنیشتن; Mongolian: суух; Nanai: тэси-; Navajo: sédá; Ngarrindjeri: lewun; Norwegian: sitte; Occitan: sèire; Old Church Slavonic Cyrillic: сѣдѣти; Old Javanese: lungguh; Oriya: ବସିବା; Oromo: taa'uu; Ossetian: бадын; Persian: نشستن; Polish: siedzieć; Portuguese: estar sentado; Quechua: samay, tiyay, chukuy; Rapa Nui: noho; Romani: beśel; Romanian: ședea, așeza; Romansch: seser, esser tschentà; Russian: сидеть; Samoan: nofo; Sanskrit: सीदति; Serbo-Croatian Cyrillic: седети, сједјети, сједити; Roman: sedeti, sjedjeti, sjediti; Sinhalese: වාඩිවෙනවා; Skolt Sami: išttâd; Slovak: sedieť; Slovene: sedeti; Sorbian Lower Sorbian: sejźeś; Upper Sorbian: sedźeć; Spanish: sentarse, estar sentado; Sundanese: calik; Swahili: kukaa; Swedish: sitta; Sylheti: ꠛꠃꠣ; Tagalog: umupo; Tajik: нишастан; Tamil: உட்கார்; Tatar: утырырга; Telugu: కూర్చొను; Ternate: tego; Tetum: tuur; Thai: นั่ง; Turkish: oturmak; Turkmen: oturmak; Ugaritic: 𐎊𐎘𐎁; Ukrainian: сиді́ти, посидіти; Urdu: بیٹھنا, بیٹھا ہونا; Uzbek: oʻtirmoq; Vietnamese: ngồi; Waray-Waray: lingkod; Welsh: eistedd; West Frisian: sitte; Western Bukidnon Manobo: pinu'u; Yagnobi: нидак; Yakut: олор; Yiddish: זיצן; Zazaki: niştiş; Zealandic: zitte; ǃXóõ: tshûu sg, ǃʻáã