ὀκνηρός: Difference between revisions

6_4
(13_5)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0316.png Seite 316]] saumselig, bedenklich; ἐλπίδες ὀκνηρότεραι, Pind. N. 11, 22, von der Furcht; ταῦτ' ὀκνηρὰ ἡμῖν, Soph. O. R. 834; ἐς τὰ πολεμικὰ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο, Thuc. 4, 55; ὀκνηρότερος εἰς τὴν πρᾶξιν, Antiph. 2 γ 5; ὀκνηρότερον προσιέναι, Xen. Cyr. 1, 4, 6; dem [[τολμηρός]] entgeggstzt, Dem. 25, 24, wie dem [[θρασύς]], Luc. Nigr. A.; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0316.png Seite 316]] saumselig, bedenklich; ἐλπίδες ὀκνηρότεραι, Pind. N. 11, 22, von der Furcht; ταῦτ' ὀκνηρὰ ἡμῖν, Soph. O. R. 834; ἐς τὰ πολεμικὰ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο, Thuc. 4, 55; ὀκνηρότερος εἰς τὴν πρᾶξιν, Antiph. 2 γ 5; ὀκνηρότερον προσιέναι, Xen. Cyr. 1, 4, 6; dem [[τολμηρός]] entgeggstzt, Dem. 25, 24, wie dem [[θρασύς]], Luc. Nigr. A.; a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὀκνηρός''': -ά, -όν, ([[ὄκνος]]) διστάζων, μὴ ἀποτολμῶν, [[δειλός]], [[ὀκνηρός]], ὡς και νῦν, Πινδ. Ν. 11. 28· ἀσθενὴς καὶ ὀκν. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388 ὀκνηρότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Ἀντιφῶν 118. 24· ἐς τὰ πολεμικὰ Θουκ. 4. 55, πρβλ. 1. 142· ἰδίως ἐκ φόβου, ἀντίθετ., τῷ [[τολμηρός]], [[θρασύς]], Δημ. 777. 5· τὸ θῆλυ ὀκνηρότερον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7 - Ἐπίρρ. ὀκνηρῶς. Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7· ὀκν. διακεῖσθαι Δημ. 138. 24· συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἐμποιῶν φόβον, ἐνοχλητικός, [[ὀχληρός]], ἡμῖν μὲν ... ταῦτ’ ὀκνηρὰ Σοφ. Ο. Τ. 834. [˘οκν-, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 24. 35].
}}
}}