ἐποτρύνω: Difference between revisions

6_1
(13_7_2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1010.png Seite 1010]] antreiben, ermuntern, aufregen, θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6, 439; ἔρδειν, [[ὅττι]] κε [[κεῖνος]] ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ 15, 148; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od. 2, 422; ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι μῆλα κατακῆαι 10, 531; auch allein, ἱππεῦσιν ἐπότρυνον ἐλαυνέμεν ὠκέας ἵππους Il. 15, 258; wie [[κελεύω]] construirt, ἑὲ δ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι 20, 171. Auch πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen erregen, Od. 22, 152; πομπήν, ἀγγελίας, die Heimsendung betreiben, Botschaft schnell aussenden, 8, 31, wo das med. steht, 24, 355. – <b class="b2">Aufregen</b>, anfeuern, πολλά μιν τὰ ἐποτρύνοντα ἦν Her. 1, 204, öfter; αἰεὶ ἐς τὸ [[πρόσω]] ἐποτρύνοντες, vorwärts treiben, 7, 223; τινὰ ἐπὶ δεινά, Jem. zu gefährlichen Unternehmungen, Thuc. 1, 84; von den Trompetern, σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, die Trompeter gaben den Schwerbewaffneten das Signal zum Angriff, 6, 69; Plut. [[Πάρθοι]] οὐ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺς ἐς μάχην Crass. 23; Aemil. Paul. 33; μὴ τοῦ σαλπιγκτοῦ ἐποτρύνοντος Luc. Navig. 30; ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ de gymn. 4; – auffordern, <b class="b2">heißen</b>, c. inf, Pind. N. 9, 20; Soph. El. 1264; καὶ τὸν [[ἐκεῖ]] πόλεμον ἔτι [[μᾶλλον]] ἐποτρύνωσι γίγνεσθαι Thuc. 7, 25, die Führung des Krieges beschleunigen. – Pass. sich antreiben, eilen, ἀλλὰ σὺ μὴ ἐποτρύνου Aesch. Sept. 680. Auch = act., s. oben, Od. 8, 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1010.png Seite 1010]] antreiben, ermuntern, aufregen, θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6, 439; ἔρδειν, [[ὅττι]] κε [[κεῖνος]] ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ 15, 148; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od. 2, 422; ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι μῆλα κατακῆαι 10, 531; auch allein, ἱππεῦσιν ἐπότρυνον ἐλαυνέμεν ὠκέας ἵππους Il. 15, 258; wie [[κελεύω]] construirt, ἑὲ δ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι 20, 171. Auch πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen erregen, Od. 22, 152; πομπήν, ἀγγελίας, die Heimsendung betreiben, Botschaft schnell aussenden, 8, 31, wo das med. steht, 24, 355. – <b class="b2">Aufregen</b>, anfeuern, πολλά μιν τὰ ἐποτρύνοντα ἦν Her. 1, 204, öfter; αἰεὶ ἐς τὸ [[πρόσω]] ἐποτρύνοντες, vorwärts treiben, 7, 223; τινὰ ἐπὶ δεινά, Jem. zu gefährlichen Unternehmungen, Thuc. 1, 84; von den Trompetern, σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, die Trompeter gaben den Schwerbewaffneten das Signal zum Angriff, 6, 69; Plut. [[Πάρθοι]] οὐ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺς ἐς μάχην Crass. 23; Aemil. Paul. 33; μὴ τοῦ σαλπιγκτοῦ ἐποτρύνοντος Luc. Navig. 30; ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ de gymn. 4; – auffordern, <b class="b2">heißen</b>, c. inf, Pind. N. 9, 20; Soph. El. 1264; καὶ τὸν [[ἐκεῖ]] πόλεμον ἔτι [[μᾶλλον]] ἐποτρύνωσι γίγνεσθαι Thuc. 7, 25, die Führung des Krieges beschleunigen. – Pass. sich antreiben, eilen, ἀλλὰ σὺ μὴ ἐποτρύνου Aesch. Sept. 680. Auch = act., s. oben, Od. 8, 31.
}}
{{ls
|lstext='''ἐποτρύνω''': [[διεγείρω]], παρακινῶ, παρορμῶ, ἀπολ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] [[πολλάκις]] συνάπτει αὐτῷ καὶ [[ἄλλο]] ταυτόσημον [[ῥῆμα]], ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Ἰλ. Ζ. 439, κ. ἀλλ.· μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 7. 170, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ [[πρόσω]] ἐπ’ [[αὐτόθι]] 223· ἐπὶ δεινὰ Θουκ. 1. 84: ― μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι, χαλεπαίνειν, κτλ., Ἰλ. Υ. 171, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 776· στείχειν Πινδ. Ν. 9. 47· [[μολεῖν]] Σοφ. Ἠλ. 1264· ἔρδειν [[ὅττι]] κε [[κεῖνος]] ἐποτρύνῃ ἔρδειν Ἰλ. Ο. 148· [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι… κατακῆαι, νὰ παροτρύνῃ καὶ διατάξῃ αὐτοὺς νὰ καύσωσι, Ὀδ. Κ. 531· ἱππεῦσιν ἐπότρυνον… ἐλαυνέμεν Ἰλ. Ο. 258, πρβλ. Π. 525· ― ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν ὅπλων ἅπτεσθαι, [[ἔνθα]] ἡ δοτ. καὶ τὸ ἀπαρ. ἐξαρτῶνται ἐκ τοῦ ἐκέλευσεν, Ὀδ. Β. 422, Ι. 488, 561, κλ. 2) μ. αἰτ. πράγμ., νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον, διεγείρει πόλεμον [[ἐναντίον]] ἡμῶν, Χ. 152· [[ὡσαύτως]], πόλεμον… ἐπ. γίγνεσθαι Θουκ. 7. 25· ἀγγελίας… ἐπ. Κεφαλλήνων πολίεσσιν, πέμπειν ἀγγελίας κατεπειγούσας εἰς τὰς πόλεις τῆς Κ., Ὀδ. Ω. 355· σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, ἔδιδον τὸ σημ. τῆς συμπλοκῆς εἰς τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 6. 69, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 33, Κράσσ. 23. ― Μέσ., ἐποτρυνώμεθα πομπήν, ἂς σπεύσωμεν νὰ πέμψωμεν αὐτὸν τὸν (Ὀδυσσέα) [[μετὰ]] συνοδείας, Ὀδ. Θ. 31. ― Παθ., ἀλλὰ σὺ μὴ ’ποτρύνου Αἰσχύλ. Θήβ. 698.
}}
}}