3,277,292
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐποτρύνω''': [[διεγείρω]], παρακινῶ, παρορμῶ, ἀπολ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] [[πολλάκις]] συνάπτει αὐτῷ καὶ [[ἄλλο]] ταυτόσημον [[ῥῆμα]], ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Ἰλ. Ζ. 439, κ. ἀλλ.· μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 7. 170, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ [[πρόσω]] ἐπ’ [[αὐτόθι]] 223· ἐπὶ δεινὰ Θουκ. 1. 84: ― μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι, χαλεπαίνειν, κτλ., Ἰλ. Υ. 171, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 776· στείχειν Πινδ. Ν. 9. 47· [[μολεῖν]] Σοφ. Ἠλ. 1264· ἔρδειν [[ὅττι]] κε [[κεῖνος]] ἐποτρύνῃ ἔρδειν Ἰλ. Ο. 148· [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι… κατακῆαι, νὰ παροτρύνῃ καὶ διατάξῃ αὐτοὺς νὰ καύσωσι, Ὀδ. Κ. 531· ἱππεῦσιν ἐπότρυνον… ἐλαυνέμεν Ἰλ. Ο. 258, πρβλ. Π. 525· ― ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν ὅπλων ἅπτεσθαι, [[ἔνθα]] ἡ δοτ. καὶ τὸ ἀπαρ. ἐξαρτῶνται ἐκ τοῦ ἐκέλευσεν, Ὀδ. Β. 422, Ι. 488, 561, κλ. 2) μ. αἰτ. πράγμ., νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον, διεγείρει πόλεμον [[ἐναντίον]] ἡμῶν, Χ. 152· [[ὡσαύτως]], πόλεμον… ἐπ. γίγνεσθαι Θουκ. 7. 25· ἀγγελίας… ἐπ. Κεφαλλήνων πολίεσσιν, πέμπειν ἀγγελίας κατεπειγούσας εἰς τὰς πόλεις τῆς Κ., Ὀδ. Ω. 355· σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, ἔδιδον τὸ σημ. τῆς συμπλοκῆς εἰς τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 6. 69, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 33, Κράσσ. 23. ― Μέσ., ἐποτρυνώμεθα πομπήν, ἂς σπεύσωμεν νὰ πέμψωμεν αὐτὸν τὸν (Ὀδυσσέα) [[μετὰ]] συνοδείας, Ὀδ. Θ. 31. ― Παθ., ἀλλὰ σὺ μὴ ’ποτρύνου Αἰσχύλ. Θήβ. 698. | |lstext='''ἐποτρύνω''': [[διεγείρω]], παρακινῶ, παρορμῶ, ἀπολ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] [[πολλάκις]] συνάπτει αὐτῷ καὶ [[ἄλλο]] ταυτόσημον [[ῥῆμα]], ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Ἰλ. Ζ. 439, κ. ἀλλ.· μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 7. 170, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ [[πρόσω]] ἐπ’ [[αὐτόθι]] 223· ἐπὶ δεινὰ Θουκ. 1. 84: ― μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι, χαλεπαίνειν, κτλ., Ἰλ. Υ. 171, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 776· στείχειν Πινδ. Ν. 9. 47· [[μολεῖν]] Σοφ. Ἠλ. 1264· ἔρδειν [[ὅττι]] κε [[κεῖνος]] ἐποτρύνῃ ἔρδειν Ἰλ. Ο. 148· [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι… κατακῆαι, νὰ παροτρύνῃ καὶ διατάξῃ αὐτοὺς νὰ καύσωσι, Ὀδ. Κ. 531· ἱππεῦσιν ἐπότρυνον… ἐλαυνέμεν Ἰλ. Ο. 258, πρβλ. Π. 525· ― ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν ὅπλων ἅπτεσθαι, [[ἔνθα]] ἡ δοτ. καὶ τὸ ἀπαρ. ἐξαρτῶνται ἐκ τοῦ ἐκέλευσεν, Ὀδ. Β. 422, Ι. 488, 561, κλ. 2) μ. αἰτ. πράγμ., νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον, διεγείρει πόλεμον [[ἐναντίον]] ἡμῶν, Χ. 152· [[ὡσαύτως]], πόλεμον… ἐπ. γίγνεσθαι Θουκ. 7. 25· ἀγγελίας… ἐπ. Κεφαλλήνων πολίεσσιν, πέμπειν ἀγγελίας κατεπειγούσας εἰς τὰς πόλεις τῆς Κ., Ὀδ. Ω. 355· σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, ἔδιδον τὸ σημ. τῆς συμπλοκῆς εἰς τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 6. 69, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 33, Κράσσ. 23. ― Μέσ., ἐποτρυνώμεθα πομπήν, ἂς σπεύσωμεν νὰ πέμψωμεν αὐτὸν τὸν (Ὀδυσσέα) [[μετὰ]] συνοδείας, Ὀδ. Θ. 31. ― Παθ., ἀλλὰ σὺ μὴ ’ποτρύνου Αἰσχύλ. Θήβ. 698. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=pousser, exciter :<br /><b>1</b> <i>avec un rég. de pers.</i> τινα [[ἐπί]] [[τι]] pousser qqn à qch ; [[ἐς]] μάχην PLUT exciter au combat ; ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι IL exciter qqn à combattre ; ἱππεῦσιν IL, ἑτάροισιν ἐπ. OD presser des cavaliers, presser ses sompagnons de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>avec un rég. de ch.</i> πόλεμόν τινι OD provoquer une guerre contre qqn ; ἀγγελίας πολίεσσιν OD envoyer dans les villes des messages pressants ; ξύνοδον ἐπ. τοῖς ὁπλίταις THC donner aux hoplites le signal de l’attaque;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐποτρύνομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> se presser, se hâter;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> hâter, presser : πομπήν OD son escorte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὀτρύνω]]. | |||
}} | }} |