ἀνεπινόητος: Difference between revisions

6_16
(c2)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεπινόητος''': -ον, [[ἀκατανόητος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄγνωστος]], καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν [[ἐπίνοια]] ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.
}}
}}