Anonymous

ἀνεπινόητος: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_16)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπινόητος''': -ον, [[ἀκατανόητος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄγνωστος]], καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν [[ἐπίνοια]] ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.
|lstext='''ἀνεπινόητος''': -ον, [[ἀκατανόητος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄγνωστος]], καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν [[ἐπίνοια]] ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ininteligible]] σημεῖα D.S.19.94, S.E.<i>P</i>.2.104, Dam.<i>Pr</i>.22, ἡ φαντασία S.E.<i>P</i>.2.70, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[desconocedor]] χυμῶν D.S.2.59.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera inconcebible]] ἔχει πως τὰς ... αἰτίας ... ἀφράστως καὶ ἀνεπινοήτως Procl.<i>in Prm</i>.1107.12, cf. S.E.<i>P</i>.3.145.
}}
}}