ἰλλάς: Difference between revisions

6_4
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] άδος, ἡ ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, [[βοῦς]], τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber [[ἰλιάς]] steht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] άδος, ἡ ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, [[βοῦς]], τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber [[ἰλιάς]] steht.
}}
{{ls
|lstext='''ἰλλάς''': -άδος, ἡ, ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]) ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος [[δεσμός]], [[σχοινίον]] ἐξ ἱμάντων, [[βοῦς]], ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι... δήσαντες ἄγουσιν Ἰλ. Ν. 572· πρβλ. ἐλλεδανός. ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς, ἣν ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 834) καὶ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 73) ([[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς), οἱ Γραμμ. φαίνεται ὅτι ἐξέλαβον τὸ ἰλλάδας ὡς ἐπίθ., [[ὁμοῦ]] συνηγμένας, ἀγελαίας, πρβλ. [[ἰλλάζω]]. ΙΙΙ. ἴδε [[Ἰλιὰς]] ΙΙΙ.
}}
}}